Κυριακή, Απριλίου 13, 2008

Ευχαριστώ...




Τούτο το blog ξεκίνησε κάποιες δύσκολες ώρες,σαν ανάγκη να ξαναβρεθώ στα χρόνια της αθωότητας και της ξενοιασιάς ,τότε που όλα έμοιαζαν όμορφα κι απλά.
Μια γλυκειά νοσταλγία ,όμορφες αναμνήσεις για πρόσωπα,πράγματα,γεγονότα,
εικόνες και χρώματα που έδιωχναν το γκρίζο ,φυγή από το τώρα,που πονούσε αβάσταχτα.
Οι εγγραφές δεν ήσαν τακτικές.
Τα ποστ ανέβαιναν κάθε φορά που ένα ερέθισμα κέντριζε την μνήμη και ξέθαβε τις αναμνήσεις.

Δεν ξέρω αν ο πόνος σβήνει με τον χρόνο ή κάποια στιγμή τον συνηθίζεις.
Δεν ξέρω αν κάποτε οι πληγές κλείνουν ή παγώνουν για πάντα τα συναισθήματα .
Γεγονός είναι πως eδω και καιρό ούτε τούτο το blog αποτελεί πια "μια κάποια λύση"

Επειδή ισως κάποια στιγμή νοιώσω την αναγκη να ξαναγράψω σκέφτηκα να το αφήσω έτσι εδω ,κρεμασμένο στο κενό ,στ'απέραντο ,αόρατο δίχτυ που μας τυλίγει και μας ενώνει.

Ευχαριστώ από καρδιάς όλους όσους το επισκέφτηκαν κι άφησαν τα σχόλιά τους.

Υπόλειμμα ζωής
σ'αναμονή θανάτου
κουρέλι
στο σύρμα κρεμασμένο....

Δευτέρα, Μαρτίου 10, 2008

"κάτσε μάννα ρε...!!"




Την περίμενε καιρό αυτή τη μέρα.
Εξω απ΄το μικρό μαγαζάκι της κυρα -Καίτης πολύχρωμοι χαρταετοί στημένοι στην σειρά .
Μικροί,μεγάλοι,για όλα τα γούστα κι όλα τα βαλάντια.
Πήγαινε εκεί κάθε μέρα .
Τους χάζευε,ρώταγε τις τιμές κι έφευγε.
Το χαρτζηλίκι δεν ήταν ακόμα αρκετό.
Επρεπε να υπολογίσει και τα υπόλοιπα.
Καλούμπα και κορδέλες για την ουρά.
Οι πρώτοι αετοί εμφανίζονταν δειλά στον ουρανό από τις πρώτες μέρες της αποκριάς.
Το παιχνίδι τότε κράταγε καιρό.
Στο απέναντι οικόπεδο μαζεύονταν τ'αγόρια της γειτονιάς.
Μόλις άκουγε τις πρώτες φωνές έτρεχε αμέσως έξω.
“ελα ...έλα ...τώρα που φυσάει!”
“κάτσε μάνα ρε...”
“Αμόλααα!”

Η γειτονιά είχε λίγα κορίτσια
Κι αυτά δεν έβγαιναν στο δρόμο γαι παιχνίδι.
Προτιμούσαν να παίζουν στις αυλές ,με τις κούκλες και τα κουζινικά τους.
Αυτή δεν είχε ούτε κούκλα ,ούτε κουζινικά.
Ετσι προτιμούσε το δρόμο με τ'αγόρια.
Μάθαινε μαζί τους όλα τα μυστικά.
Πόσο μήκος πρέπει νά'χει η ουρά,πως φτιάχνουνε τα ζύγια,
που βάζουνε τα ξυραφάκια για να ρίξουνε τους αετούς των αντιπάλων της '”αλλης γειτονιάς” “Ζήτωωωω ....έκοψεεεε!!!”
Οταν το χαρτζιλίκι ήταν πια αρκετό πήγαινε τρεχάλα στην κυρα-Καίτη.
Ομως πάντα ο αετός που είχε διαλέξει είχε πια πουληθεί.
Δεν πειράζει...αυτή είχε τ'αγόρια!
Διάλεγε τα χρώματα,αγόραζε χαρτί γλασέ ,κόλλα,κορδέλες και καλούμπα.
Τ'αγόρια έτρεχαν στο κοντινό μαραγκούδικο και της έφερναν τα ξύλα.
Επεφταν όλοι με τα μούτρα.
Αλλος έκοβε τα χαρτιά,άλλος έδενε τα ξύλα,άλλος ετοίμαζε τα ζύγια και την ουρά.
Σε λίγο όλοι έτρεχαν στον οικόπεδο.
“ελα ...έλα ...τώρα που φυσάει!”
“κάτσε μάνα ρε...”
“Αμόλααα!”

Ο Νίκος .... το “φιλαράκι” ....που “εφυγε “ από την άσπρη σκόνη....
Ο Μανώλης .....ο “συμμαθητής”... που χάθηκε κάπου στην Αμερική
Ο Κώστας ...ο “μεγάλος”...που έκανε τα καλύτερα ζύγια....
Ο Γιάννης ....ο “μικρός” ....που έκανε τα καλύτερα “κοψίματα”
Ο Θωμάς ....ο “κατάσκοπος” ...που έφερνε τα νέα από τους αντιπάλους της άλλης γειτονιάς.
Ο Κώστας...ο Γιάννης ...ο Θωμάς ..είναι ακόμα εκεί
Στο οικόπεδο όμως στέκει πια μια πολυκατοικία.

Pierot

Πήγε κάμποσα χρόνια πίσω σήμερα. Σε κάτι χωμάτινους δρόμους
Σε κάποιες αυλές ,σε ξέφραγα οικόπεδα.
Μ' ένα πράσινο ρούχο,με χάρτινα τεράστια κίτρινα κουμπιά
Κι ένα ψηλό καπέλοκι αυτό με κίτρινα κουμπιά.Κ
αι κορδέλες ,πολλές πολύχρωμες κορδέλες
ένα δίφραγκο το πακέτο.
Κόκκινες,κίτρινες,πράσινες,μπλέ
Και μικρά χαρτάκια σ'όλα τα χρώματα
ένα πενηνταράκι το πακέτο
απ'το μαγαζάκι της κυρά-Καίτης
...απ'εκείνο το μικρό παράδεισο.
Οι κορδέλες άνοιγαν στο ελαφρύ φύσημα
κι απλώνονταν ψηλά ...στριφογύριζαν ...έκαναν κύκλους
Και τα μικρά χαρτάκια
πολύχρωμες νιφάδες χιονιού
στροβιλίζονταν ψηλά
κι έπεφταν απαλά.
Τα μάζευε ,ένα μικρό κουβάρι
τα ξαναπέταγε ...τα ξαναμάζευε.
Επρεπε να κρατήσουν όλη μέρα.
Δδεν είχε άλλο δίφραγκο,ούτε άλλο πενηνταράκι.
Περίμενε μ'αγωνία απ΄το πρωί.
Με το πράσινο ρούχο και τα πολύχρωμα χαρτάκια κρυμμένα στην τσέπη.
Περίμενε το σύνθημαπως φάνηκε στην πάνω γειτονιά
Και έτρεχε να περιμένει στην γωνία
Να φανεί με τις πολύχρωμες κορδέλες τουγύρω απ'το ψηλό κοντάρι.
Να τρέξει να στροβιλιστεί ,να μπερδευτεί
να χορέψει στο τρελό γαιτανάκι.

Τρελλό πανηγύρι στημένο στο σταυροδρόμι.
Μικροί μασκαράδες,πολύχρωμοι σαν τις κορδέλες τους
στροβιλίζονταν τριγύρω σαν τα μικρά χαρτάκια τους
Ετρεχαν στις αυλές ,πήδαγαν σ'αφραχτα οικόπεδα
σήκωναν σκόνη στους χωμάτινους δρόμους
γέμιζαν ήχους τις γειτονιές .

Και μετά φαινόταν ο αρκουδιάρης.
Eβλεπε απ΄το βάθος του δρόμου
να πλησιάζει ο γέρος γύφτος με την καφετιά του αρκούδα.
Η παρασταση δινόταν πάλι εκεί ....στο σταυροδρόμι.
Το ντέφι παλλόταν δυνατά στον αέρακι η καφετιά αρκούδα χόρευε στο ρυθμό του.
Ορθια στα πίσω πόδια λίκνιζε αργά το βαρύ κορμί της
έπεφτε στα τέσσερα,έγερνε δεξιά, αριστερά
κυλιόταν στο βρώμικο χώμακαι ξανά ψηλά στα πίσω πόδια
στο ρυθμό που χτύπαγε το ντέφι.
Οι κίτρινοι χαλκάδες γιάλιζαν στον ήλιο
και δεκάδες έκπληκτα μάτια άνοιγαν διάπλατα
στο θαύμα και στο μεγαλείο του τεράστιου ζώου.

Πήγε κάμποσα χρόνια πίσω σήμερα.
Σε κάτι χωμάτινους δρόμους
Σε κάποιες αυλές ,σε ξέφραγα οικόπεδα.
Μ' ένα πράσινο ρούχο,με χάρτινα τεράστια κίτρινα κουμπιά
Κι ένα ψηλό καπέλο
κι αυτό με κίτρινα κουμπιά.


Αναδημοσίευση από "Μνήμες" 2/07

Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2008

Ο Γκρέκος


Ο παπάς τον βάφτισε Γιώργο ,μα κανείς δεν το θυμόταν πια.
Μέχρι κι ο ίδιος κόντευε να το ξεχάσει.
«Γκρέκο» τον φώναζαν όλοι και του ‘χε μείνει από την κατοχή.
Ηταν η εποχή που το χωριό του είχε γεμίσει από ιταλούς.
Είχαν στρατοπεδεύσει για καιρό μέσα στο κάστρο,περιμένοντας ποιός ξέρει τι.
Συχνές περιπολίες στρατιωτών έβγαιναν μέρα και νύχτα γυρίζοντας γύρω απ’το κάστρο, στην παραλία και στο χωριό .
Με το καιρό γνωρίστηκαν με τους κατοίκους κι άρχισαν να πιάνουν κουβέντα.
Πρώτος και καλύτερος αυτός.
Επιανε γρήγορα γνωριμίες,το μάτι του άστραφτε σαν τον αστρίτι κι ήταν πρώτος στα γλέντια ,στις γυναίκες και στα πειράγματα .
Δεν άργησε να γίνει φίλος με τους ιταλούς .
Η πόρτα της αυλής του δίπλα στην πύλη του κάστρου.
Κάθε βράδυ γλέντι στήνονταν εκεί.
-Ελα μάννα...ρίξε κανα ψάρι στη φωτιά να κεράσουμε ενα κρασί τα παιδιά !

φώναζε στην μάννα του μιας και το σπίτι τους ήταν πάντα γεμάτο ψάρια από την τράτα του πατέρα.
Ιταλοί στρατιώτες άφηναν για λίγο τα όπλα ,έπιαναν τις κιθάρες και σ’ όλο το χωριό
αντηχούσαν ιταλικές κανταδες.
Αυτοί του κόλλησαν και το «Γκρέκο» .Το βρήκαν πιό εύκολο από το Γκιόργκο.
Σε λίγο κανείς στο χωριό δεν τον φωναζε πια Γιώργο.
Κι ούτε κανείς άλλος τον ξαναφώναξε ποτέ Γιώργο.

Ο πόλεμος τέλειωσε ,ο εμφύλιος ξέσπασε , η φτώχεια παράδερνε την ελλάδα μαζί και τον Γκρέκο.
Η θάλασσα δεν του πήγαινε .Δεν ήθελε να γίνει ψαράς σαν τον πατέρα και τα αδέλφια του.
Αυτός ήθελε να πιάσει τη ζωή από τα μαλλιά και να πετύχει.
Να γίνει κάτι,να γίνει σπουδαίος.
Να πιεί απ’το ποτήρι της ζωής μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Χαιρέτησε την μάννα και τ’αδέρφια του κι έφυγε για την Πάτρα.Πήρε το πρώτο καράβι για την Ιταλία.
Μετά από κανα δυό γραμματα που τους έστειλε από την ιταλία λέγοντας πως τα βρήκε δύσκολα προσπαθώντας να βρει δουλειά , χάθηκαν τα ίχνη του .
Πέρασαν δυό –τρία χρόνια χωρίς κανένα νέο του.
Με μαύρο δάκρυ έκλαιγε η μάννα του .
-Πάει ...χάθηκε ο ζουρλό-Γκρέκος ,έλεγε και κοπανιότανε.
Ζουρλό τον έλεγε πάντα.Πότε χαιδευτικά ,πότε για να τον μαλώσει.
Ητανε βλέπεις μεγάλο πειραχτήρι.Ολο φαρσες σκαρφιζότανε.Μια να πειράζει την μάννα του ,μια τον κόσμο.
Και νευρικός .Νταής και αθυρόστομος.
Αμα νευρίαζε πήγαινε η χριστοπαναγία σύννεφο.
Τσάμπα φώναζε και σταυροκοπιότανε η μάννα του.
-Βούλωστο ζουρλέ ! Θα σε κάψει ο θεός ! φώναζε.
Μα που αυτός .Ολα τα καντήλια της Αγια-Σωτήρας ήταν ικανός να κατεβάσει,
όταν νευρίαζε.
Κι όταν του πέρναγαν τα νεύρα ,πήγαινε την έπαιρνε αγκαλιά κι άρχιζε τα φιλιά και τα πειράγματα.
-Ποιός ξέρει που να’ναι ...αναριωτιότανε.
-Ποιός ξέρει σε τι μπελάδες θα ‘χει μπει.
-Αι ...τον έκαψε ο θεός .
-Η θα τονε σκοτώσανε σε κανένα καυγά ή θα τον αμπαρώσανε σε κανα μπουντρούμι.


Ο καιρός περνούσε και ίχνος του Γκρέκου πουθενά.
Η μαννα του άρχιζε πια να το παίρνει απόφαση πως ο γιός της χάθηκε εκεί στα ξένα.
Μέχρι που μια μέρα της έφεραν ένα γράμμα.
Γραμματα δεν ήξερε για να το διαβάσει ,μα της είπαν πως ήταν απ’τον Γκρέκο.
Ηταν λέει καλά,βρισκόταν στην Γερμανία, μα δεν μπορούσε να ζήσει μακριά απ’την ελλάδα ,

πως είχε παντρευτεί μια ωραία Γερμανίδα και θα γύριζε σύντομα πίσω μαζί της και για πάντα Φουρτούνα μεγαλύτερη την βρήκε τωρα την μάννα του.
-Ακούς γερμανίδα!
-Γερμανίδα θα φέρει στο χωριό και στο σπίτι μου ο ζουρλός?
-Ρεζίλι θα μας κάμει πάλι .
-Ακούς γερμανίδα.
-Ποιός ξέρει.Καμμια από δαυτες, τις παστρικιές θα ‘ναι
-Απ’το ηλιοδύσιο θα τηνε φουντάρω!
-Κι αυτόνε στο μπούρτζι θα τονε κλείσω !
Μερόνυχτα είχε να κλείσει μάτι η δόλια η μάννα του από τα καινούργια καμώματα του γιού της.
Φωναξε τον ανηψιό της που ήτανε γραμματισμένος και τον έβαλε να της γραψει γραμμα.
-Γραφτου μην τολμήσει και πατήσει το πόδι του στη Μοθώνη γιατί θα του το κόψω σύρριζα.
-Εγω,η ίδια η μάννα του πές του.
-Να πάει να χαθεί ο ζουρλός .
-Να κάτσει εφτού που είναι κι αμα θελει να ‘ρθει, να ‘ρθει μοναχός του.
-Ακους τι σου λέω? Ετσι να του γράψεις.
Δεν ξέρω αν ο ανηψιός έγραψε όσα του ‘λεγε η θειά του ή ο Γκρέκος δεν έλαβε υπ’όψη του τις φοβέρες της μάννας του.
Γεγονός είναι πως λίγους μήνες μετα, ο Γκρέκος έφτανε στην Αθήνα με μια χάρτινη βαλίτσα στο ένα χέρι και με την Χέλεν στο άλλο.
Η Χέλεν μια όμορφη ψηλή και γεροδεμένη γερμανίδα , με ξανθιά κοντά μαλλιά και καταγάλανα μάτια ξετρελάθηκε απ' τα σπιρτόζικα, κατάμαυρα μάτια του Γκρέκου ,παράτησε την οικογένειά της κι έφυγε μαζί του σε μια άγνωστη χώρα ,με μια χάρτινη βαλίτσα ,για να ζήσει το όνειρό της.
Πήραν το λεωφορείο και ξεκίνησαν για το χωριό.
Η Χελεν είχε προσπαθήσει να μάθει λίγα ελληνικά ,μα δεν καταφερνε και πολλά.
Ο Γκρέκος βάλθηκε να της τα μάθει την τελευταία ώρα.
-Πρέπει να μάθεις τα βασικά, της είπε.

-Να μάθεις πέντε κουβέντες ,τουλάχιστον να χαιρετήσεις την μάννα μου.
Κι όλο το ταξίδι η Χελεν έλεγε και ξανάλεγε τις λέξεις που έμαθε
για να ‘ναι σίγουρη ,μην τις ξεχάσει την τελευταία στιγμή και στεναχωρηθεί ο Γκρέκος , που δεν θα χαιρετήσει την μάννα του,όπως πρέπει , στα ελληνικά.
-Ηρθε ο Γκρέκος ...

-ήρθε ο Γκρέκος ...με τη γερμανίδα ...είναι στη πλατεία ...
έφτασαν τα μαντάτα στη μάννα του.
Τα μάτια της βούρκωσαν ,η καρδιά της ράγισε.
Ο Γκρέκος ...ο ζουρλός της ...το παιδί της ....ήταν πια εδώ
Αυτό την ένοιαζε μόνο.
Κι ας έφερνε και τη γερμανίδα ...φτάνει που ήταν πάλι εδω!
Σε λίγο αντίκρυζε στην πόρτα της αυλής το γιόκα της και μια ψηλή όμορφη κοπέλλα δίπλα του.Πίσω τους τσούρμο οι συγγενείς και οι γειτόνοι που μαζεύτηκαν για την υποδοχή.
Το ζευγάρι την πλησίασε ...η ματιά του Γκρέκου άστραψε σαν σαίτα κι ένα πονηρό μισό χαμόγελο αχνοφάνηκε κάτω απ’το λεπτό μουστάκι του .
Η κοπέλλα χαμογέλασε ντροπαλά ,έκανε μια μικρή υπόκλιση ,άπλωσε το χέρι και φώναξε με την βροντερή φωνή της, γεμάτη χαρά .
-Γκιάσου ποτάνα!
-Γκαμώ το κριστό σου κε γκαμώ τη παναγκία σου!
-Εγκό ποτάνα Χέλεν!!


Κεραυνός έπεσε στην αυλή
Οι συγγενείς κι οι χωριανοί έμεινα αποσβολωμένοι να κοιτάζουν μια τη μάννα . μια την Χέλεν.
Η Χελεν είχε μείνει μ’ένα μόνιμο χαμόγελο απλωμένο στο ροδαλό πρόσωπό της ,χαρούμενη που δεν ξέχασε ούτε μια λέξη κι υπερήφανη που είπε τόσο σωστα ,όσα της έμαθε ο άντρας της .
Ο Γκρέκος είχε σκύψει το κεφάλι,ταχα πως εξετάζει τις πλάκες της αυλής,για να μην φανεί το πονηρό του γέλιο και με την άκρη του ματιού του προσπαθούσε να δεί την αντίδραση στο πρόσωπο της μάννας του.
Αυτή ,μετά το πρώτο ξάφνιασμα , γύρισε και κοίταξε το γιό της.
Ηταν πια ένας άντρας .
Μα ήταν αυτό ,το ίδιο μικρό παιδί που ήξερε από πάντα.
Αυτό που σκάρωνε τις σκανταλιές και μετα καθότανε σαν παναγία κάνοντας τον ανήξερο, περιμένοντας το ξέσπασμα της φουρτούνας από τη μάννα του.
Αυτό που μετα τα μαλώματα την έπνιγε στα φιλιά, στις αγκαλιές και τις χιλιάδες γλυκόλογα.
-Ου να χαθείς ζουρλο-γκρέκο! του είπε ταχα θυμωμένα.
Ανοιξε την μεγάλη αγκαλιά της ,τους έκλεισε μέσα και τους φίλησε.
Εβγαλε από το κεφάλι το μεγάλο της άσπρο μαντήλι ,το πέρασε πίσω απ΄το λαιμό της ,
τράβηξε έτσι και τους δυό μέσα στο σπίτι κι έκλεισε πίσω της πόρτα.

Οι συγγενείς και οι χωριανοί έμειναν στην αυλή προσπαθώντας
να συνέλθουν από την έκπληξη και τα άριστα ελληνικά της γερμανίδας.



Αργότερα

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε .
Είχε όλα τα προσόντα να του μοιάσει.
Ηταν μελαχροινός κι είχε την ίδια ηλικία.
Μαλλιά κατάμαυρα και πυκνά,φρύδια τοξοτά κι αστραυτερή ματιά.
Πήρε το μικρό γυάλινο μπουκαλάκι κι άπλωσε το διάφανο υγρό στα μαλλιά του
Τα χτένισε προσεκτικά πρός τα πίσω κι εκείνα έλαμψαν στο κίτρινο φως του γλόμπου πάνω απ’τον καθρέφτη..
Ας είναι καλά η μπριγιαντίνη ,σκέφτηκε κι άφησε το μπουκαλάκι πάνω στο γιάλινο ράφι του καθρέφτη.
Με μια μικρή
τσατσάρα ίσιωσε το λεπτό ,καμπυλωτό του μουστάκι κι έσφιξε τον κόμπο στην γραβάτα.
-Φτούσου ρε μάγκα !
Ιδιος ο Κλάρκ Γκέημπλ !

είπε στον εαυτό του , έριξε στον ώμο το σακάκι και βγήκε στον χωμάτινο δρόμο, που τον περίμενε η «κουκλάρα » του .



Ηταν μια κατάλευκη μεταχειρισμένη Vespa ,που είχε καταφέρει ν’άγοράσει μετά από πολλές οικονομίες.
Την έπλενε και την γιάλιζε κάθε μέρα και μετά την παρκάριζε κάτω απ’το παράθυρο του , έτσι για να την αισθάνεται κοντά του.
Δεν ήξερε και πολύ καλά να την οδηγεί για αυτό απεύφευγε να την πολυχρησιμοποιεί.
Στο νοσοκομείο που δούλευε σαν μάγειρας πήγαινε κι ερχότανε με το λεωφορείο.
Μόνο καμιά φορά ,όταν ταίριαζαν οι βάρδιες του με τις βάρδιες της Ελένης ,που δούλευε κι αυτή εκεί νοσοκόμα , την έβαζε από πίσω και πήγαιναν παρέα.
Μα πιό πολύ την ήθελε για τις βόλτες.
Να βάζει πίσω την Ελένη και να την πηγαίνει .
Πότε μονοι τους στα Φάληρα για ουζάκια και πότε στα ξαδέρφια του παρέα για οικογενειακά γλεντακια
Εκείνη ,μια ψηλή ξανθιά νταρντάνα ,τον έπιανε σφιχτά απ’την μέση και ξεκίναγαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.
Οι γειτόνισες κοίταζαν γεμάτες ζήλια πίσω απ’τις γρίλιες των παραθύρων και σφύριζαν με κακία μέσα απ’τα δόντια τους .
Θελει και βέσπα η σπιτωμένη!
Δεν κοιτάει κει ‘χάμω ,που τόσα χρόνια δεν λέει να της βάλει το στεφάνι ο αχαίρευτος

Η μηχανή μούγκρισε δυνατά μέσα στην ήσυχη γειτονιά με τα χαμηλά προσφυγικά σπίτια.
Την καβάλησε γεμάτος περηφάνεια και πήγε να ξεκινήσει.
Με την άκρη του ματιού του έπιασε πίσω απ’τις γρίλιες του διπλανού σπιτιού
εκείνη την στριμμένη γεροντοκόρη να τον παρακολουθεί ,όπως κάθε μέρα.
Τωρα θα σου δείξω μωρή! ...σκέφτηκε.
Φουλάρησε το γκάζι ,έτοιμος να κάνει μια εντυπωσιακή εκκίνηση ,ικανή να κάνει την γειτόνισα να σκάσει από την ζηλια της .
Η « κουκλάρα» έκανε μια εντυπωσιακή σούζα ,σηκώθηκε μουγκρίζοντας στην πίσω ρόδα κι εκείνος επίδοξος καβαλλάρης τινάχτηκε ψηλά .
Γυρισε ξανα το γκάζι προσπαθώντας να την δαμάσει , μα η «κουκλάρα» μετά από δυό –τρεις σούζες σηκώθηκε οριστικά στην πίσω ρόδα ,πετώντας κάτω φαρδύ –πλατύ τον καβαλάρη της.
-Γαμω το χριστο σου !
-Πουτανα βεσπα!
-Πουτανα βεσπα !
-Γαμω την παναγια σου !
ουρλιαξε πετώντας φωτιές από τα ματια και τα αυτιά του ,όχι τόσο για την τούμπα που έφαγε ,όσο για το ρεζιλίκι που έπαθε , μιας και ήξερε πως πίσω απ’τις γρίλιες κάποιοι γελούσαν χαιρέκακα.
Η Ελένη στολισμένη, έτοιμη για την βόλτα ,βγήκε τρεχοντας από το σπίτι ,ακούγοντας τα μουγκρητα της βεσπας και της χριστοπαναγίες του άντρα της.

-Μη βριζει γκαμότο κριστο και παναγκία !!
-Ου να καθεί ποτάνα ζουρλο-Γκρέκο!
είπε ,
έσκυψε ,τον έπιασε τρυφερά απ’ το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί...

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2007

Στην Πλατεία Κοτζιά.

Να τα πούμε?
ακούστηκε μια παιδική φωνή στο θυροτηλέφωνο.
Πάτησε το κουμπί της εξωπορτας κι άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος.
Ο ήχος από τα τρίγωνα κι οι παιδικές φωνές πλημμύρισαν το κλιμακοστάσιο.
"Καλην ημερα άρχοντες...."
Ποδοβολητό στις σκάλες και δυό παιδικές φιγούρες εμφανίστηκαν στην πόρτα της.
"Να τα πούμε? "
"Και βέβαια να τα πείτε"και πάλι απ'την αρχή "Καλήν ημέρα άρχοντες ..."
Πέντε φορές τα άκουσε.
Οσοι κι όροφοι της πολυκατοικίας .
Ηταν τα πρώτα μα και τα τελευταια παιδιά που χτύπησαν το κουδούνι της.
Βλέπεις οι γονείς φοβούνται πια και δεν αφήνουν τα παιδιά να βγουν να πουν τα κάλαντα .
Μα εκείνη τα περίμενε.
Πάνε χρόνια που σταμάτησαν να τα λένε τα παιδιά της και το'χε σε κακό τέτοια μέρα να μην ακουστουν καλαντα στο σπίτι.
Δεν βαριέσαι σκέφτηκε .
Πάλι καλά ,που ήρθαν κι αυτά.
Πήρε τον μισοτελειωμενο καφέ , κάθισε στο τραπέζι κι άναψε τσιγάρο.
Γαμώτο ,πως γίναμε έτσι? αναρωτήθηκε.
Γύρισε την ματιά της στο στολισμένο σπίτι.
Το δέντρο έστεκε καμαρωτό δίπλα στην μεγάλη μπαλκονόπορτα φορτωμένο με τις μπάλες και τα πολύχρωμα φωτάκια του.
Στο τζάκι γιρλάντες και η κρεμασμένη κόκκινη κάλτσα περίμενε τα δώρα.
Λαμπιόνια,κεριά ,γκυ και στολίδια παντού.Κουραμπιέδες,μελομακάρονα και δίπλες στο μεγάλο τραπέζι.
Δεν είχε όρεξη για στολίσματα και γλυκα εφέτος.
Μα κι απ'την άλλη δεν ήθελε να περάσουν τούτες οι γιορτές έτσι.
Μεσ'την μιζέρια της καθημερινότητας.
Της έφταναν οι άλλες μερες του χρόνου.Ας είναι τούτες εδω τουλάχιστον λίγο διαφορετικές.
Στ'αλήθεια πόσα χρόνια είχε να αισθανθεί την αληθινή χαρα των γιορτών?
Από τότε που ήταν τα παιδιά μικρά.
Που στόλιζαν όλοι μαζί το δέντρο.
Που μοσχοβόλαγε το σπίτι άχνη κι ανθόνερο.
Που έκρυβε τα δώρα μέχρι την παραμονή για να μην τ'ανοίξουν τα μικρά.
Ακόμα θυμαται την τεραστια έκπληξη στα ματια τους ,οταν μια παραμονή χτυπησε η πόρτα κι ενας τεραστιος αληθινός Αγιο-Βασίλης εμφανιστηκε στην πόρτα,φορτωμένος μ'ενα τσουβάλι παιχνίδια.
Είχαν νοικιάσει στολή από την προηγούμενη κι ο πατερας τους είχε αναλάβει να κάνει την έκπληξη.Ακόμα το θυμούνται και το αναφέρουν κάθε πρωτοχρονιά!
Που μαγείρευε όλη την ημέρα για να μαζευτεί το βράδυ όλη η οικογένεια .
Αδέλφια,ξαδέλφια ,παπουδες και γιαγιάδες, θείοι κι ανήψια.
Κι όταν άλλαζε ο χρόνος ν'ανοιχτουν τα δώρακαι να ξεκινήσει το γλέντι.
Μα πως τα καταφερναν τα μικρά της?
Εβαζε τα δωρα κάτω από δέντρο το απόγευμα της παραμονής μα αυτά πάντα κατάφερναν ,όταν ήταν απασχολημένη στην κουζινα με τις ετοιμασίες , να τ'ανοίξουν ,να τα δουν και να τα ξαναβάλουν στην θέση τους ,σαν να μην συμβαινει τίποτα.
Ηταν ένα παιχνίδι που τ'αφηνε να το παίζουν έτσι κάθε χρόνο,κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει.
Ενοιωθε την λαχτάρα και την αγωνία τους.
Ισως γιατί αυτή δεν την είχε νοιώσει ποτέ.Η σχεδόν ποτέ.
Εκείνα τα χρόνια βλέπεις δεν συνήθιζαν δωρα .Τουλάχιστον στο σπίτι τους.
Τα οικονομικά της οικογένειας δεν επέτρεπαν τέτοιες πολυτέλειες.
Αγοράζονταν μόνο τα αναγκαία.
Παπούτσια και λίγα ρούχα,όσα δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τις μεταποιήσεις .
Για παιχνίδια ούτε κουβέντα!







Μια μικρή κούκλα που είχε στείλει η θεια Φλώρα
απ'την Αμερική ,έστεκε κρυμμένη μεσα στην ντουλάπα.Την έβλεπε μόνο όταν άνοιγε η μητερα να πάρει κάποιο ρούχο ,σε γενέθλια ,όταν την έστηνε πάνω στο τραπέζι και καθε Χριστουγεννα ,όταν την στόλιζε δίπλα στο δέντρο.
Δεν την άφηναν να την αγγίξει.Ομως ακόμα την θυμάται.
Ηταν πολύ όμορφη, ξανθιά με κόκκινα χείλη και φορούσε ενα μακρύ ,φουσκωτό μωβ φόρεμα γεματο αστραφτερές πούλιες
και τρεις σειρές χρυσά σειρήτια στο τελείωμα







Μια άλλη ,μεγαλη αυτή ,σχεδόν στο ύψος της,
την είχε φέρει ο πατέρας μια μερα γεματος χαρά.
Την είχε παραγγείλει και την έφερε καποιος γνωστός από την Ιταλία.
Ηταν μόδα τότε.
Ολα τα σπίτια είχαν και μια μεγαλη
κούκλα από την Ιταλία.
Αυτή δεν την πολυσυγκινούσε.
Την είχαν στο σαλόνι,καθισμένη πάνω σε μια πολυθρόνα με απλωμένο το τεράστιο ρόζ φόρεμά της .
Οταν της επέτρεψαν να την παίζει, είχε μεγαλώσει πια τόσο που δεν έπαιζε με
κούκλες.

Δυό -τρεις φορές θυμαται να'χει πάρει δωρο τις γιορτές.
Την μια φορά ,θα'πρεπε να'ταν πολύ μικρή ,γιατί κοιμόταν ακόμα στην σιδερένια κούνια στο δωμάτιο των γονιών της.Είχε ξημερώσει πρωτοχρονιά και πάνω απ'την κούνια της βρήκε ένα τεράστιο κουτί που ,όπως της είπαν, το είχε άφησει την νυχτα ο Αγιος-Βασίλης.Ηταν μια υπέροχη καταλευκη μεταλλική κουζίνα ,σαν αληθινή!
Με μάτια και φούρνους, κόκκινα κουμπάκια και πορτάκια.Κι είχε μέσα και κατσαρολικά.Κατσαρολάκια και ταψάκια.
Δεν θυμαται ομορφότερο ξυπνημα πρωτοχρονιάς!
Αλλά ούτε πιο δυσάρεστη έκπληξη,όταν λίγες ημερες αργότερα κάποιος της είπε πως της την είχε φερει για δωρο μια πλούσια θεία.Ενα άλλο δωρο ,που θυμαται ήταν πάλι ένα σετ κουζινικών (από τότε φαίνεται την κυνηγαγε η κουζίνα!) με πιατακια και φλυτζανακια στολισμένα με ροζ τριανταφυλλάκια.Αυτο θυμαται να της το αγορασε η μητερα της ,γιατί είχε μεγαλώσει και δεν πίστευε πια στον Αγιο-Βασίλη
.

Μα το ωραιότερο ήταν ενα βιβλίο παραμυθιών.
Είχε μάθει πια να διαβάζει αρκετά καλά
κι είχε γίνει το αγαπημένο της.
Είχε τίτλο "Χίλιες και Μια Νύχτες "
Πέρασε μαζί του ατέλειωτες μέρες
κι ονειρεύτηκε ατέλειωτες νύχτες
.


Αλλα δωρα δεν θυμαται.Τα υπόλοιπα τα έκανε μόνη της στον εαυτό της.
Απο τότε είχε φανεί το πράγμα.Πως δηλαδή, ό,τι ήθελε έπρεπε μόνη της να παλεύει για να το αποκτα.
Εβγαινε λοιπό για τα κάλαντα χαραματα ,πριν καλά φέξει μαζί με την ξαδέλφη της .
Επρεπε να προλάβουν πριν βγουν όλα τα υπόλοιπα παιδιά κι αρχίσουν να μην ανοιγουν οι πόρτες.Πήγαιναν πρώτα από την πάνω γειτονιά και μετα έφταναν στην δική της.Ξεκίναγαν από τους λιγότερο γνωστούς,μιας και όλοι γνωρίζονταν τότε και κατέληγαν στα διπλανά σπίτια ,που τους είχαν σίγουρους και που από εκεί περίμεναν και τα μεγαλύτερα φιλοδωρήματα.Ηταν κάποιοι μάλιστα που τις περίμεναν κάθε χρόνο κι ανησυχούσαν όταν αργούσαν.Οπως ο κύριος Βασίλης με την κυρία Μαίρη ,που δεν είχαν παιδιά και τις περίμεναν κάθε φορά με λαχτάρα.
Εκεί έβαζαν τα δυνατά τους και την καλυτερη φωνή τους. Τις καλουσαν μεσα στο σπίτι,τις κέρναγαν γλυκα κι έφευγαν μ' ένα ασημένιο εικοσάρι η καθε μια στην τσέπη κι αργότερα με πενηντάρι ή κατοστάρικο.
Κατα το μεσημερι έκαναν ταμείο ,τα μοίραζαν στην μέση και ξεκίναγαν για τον
" παραδεισο ".Το ψιλικατζιδικο της κυρα -Καίτης που διέθετε από καραμέλες μέχρι βιβλία.Οποια παιχνίδια είχε ζηλέψει στην βιτρίνα του ,τωρα μπορούσε να τ'αποκτήσει.Και μάλιστα με τα δικά της τα λεφτά.Ομως δεν τα ξόδευε όλα.
Κραταγε τα πενηνταρακια και τις δραχμουλες για το βραδυ.Οταν θα μαζεύονταν όλοι ,παπουδες και γιαγιαδες,θείοι και ξαδέλφια στο μεγαλο τραπέζι για να παίξουν τριανταμία.Κι ήθελε να'χει κι εκει τα δικα της λεφτα.
Φύσηξε ψηλά το καπνό απ'το τσιγάρο,ήπιε μια γερή γουλιά καφέ και χαμογέλασε.
Τελικά δεν περνούσαν κι άσχημα!
Η ματιά της έπεσε στην τηλεόραση ,που έπαιζε τόση ώρα μόνη της στο σαλόνι.
"Μαγεμένα Χριστουγεννα στην Αθηνα" άκουσε τη φωνή του ρεπόρτερ κι εικόνες απ΄την στολισμένη Αθηνα γέμισαν την οθόνη
"η πλατεία Κοτζιά στέλνει μήνυμα για Χριστούγεννα Αγάπης και Αλληλεγύης "συνέχισε ο δημοσιογραφος και το στολισμένο δέντρο της πλατείας φάνηκε κατάφωτο μέσα στη νυχτερινή Αθήνα.
Τόσα χρόνια λοιπόν και πάντα αυτη η πλατεια γίνεται κέντρο της χριστουγεννιατικης γιορτης της πόλης.

Ανοιξε το μεγαλο χάρτινο κουτί με τις παιδικές φωτογραφίες.
Με μπλέ σφραγίδα τυπωμένη η ημερομηνία στην πίσω πλευρά.
30 Δεκεμβρίου 1963
Στην ίδια πλατεία .
Μπροστά απ'το μεγαλο κτιριο του δημαρχείου .Θυμαται τον κόσμο,τα φωτα, τους αγιοβασιληδες ,την μαγεία....
Την είχαν ανεβάσει εκεί ψηλά ,δίπλα στον αγιο-βασίλη μαζί με την αδελφή της .
Ο πλανoδιος φωτογραφος φρόντισε ν'αποτυπώσει την στιγμή
και να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη
.


Υποτυπώδης ο στολισμός της πόλης για τα σημερινά δεδομένα.
Μα ένας κόσμος μαγικός για τα παιδικά της μάτια.
Και μια από τις ομορφότερες χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις.
Στην οθόνη της τηλεόρασης το ρεπορταζ έξακολουθεί.
Μπαμπάδες και μαμάδες με τα παιδιά απ'το χέρι ,στον ώμο ή στο καροτσάκι περιδιαβαίνουν στη στολισμένη πόλη.
Δεκάδες παιδικά ματια ζουν την μαγεία.
Αυτη που σε λιγα χρονια θα τους γίνει μια γλυκειά,τρυφερή ανάμνηση.
Εσβησε το τσιγαρο και ρούφηξε την τελυταία γουλιά του καφέ.
Σε λίγο βρισκόταν στο πίσω κάθισμα ενός ταξί.
Που πάμε ? ρωτησε ο οδηγός
"Στην Πλατεία Κοτζιά " απάντησε
γρήγορα παρακαλώ....

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

Ηλιούπολη


Aρχές του 60.
Στους πρόποδες του Υμηττού ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια μικρά σπίτια. τσίγκινες στέγες και παράγκες.
Δρόμοι και πλατείες ανοίγονται ,μια νέα συνοικία δημιουργείται.
Ηλιούπολη θα την πούν ,γιατί από κει λέει κάθε πρωί σηκώνεται ο ήλιος για να λούσει την Αθήνα.
Τα φτωχά χωριατόπαιδα στήνουν εκεί τα λιγοστά όνειρά τους.
Απ'τις αυλές των σπιτιών τους αντικρύζουν την θάλασσα.
Κάποιοι μπορεί να την έβλεπαν και για πρώτη φορά.
Ολος ο Σαρωνικός απλώνεται στα πόδια τους κι άμα ο καιρός είναι καθαρός ξεχωρίζουν και τα νησιά.
Και πέτρα .Πέτρα πολύ.
Τόση που κάθε μέρα ακους να σκάνε εδω κι εκεί το ένα πίσω απ'τ'άλλο τα φουρνέλα.
Φουρνέλα για ν'ανοίξουν τα θεμέλια των νεόχτιστων σπιτιών.

Κι ανάμεσα απέραντα χωράφια.Γεμάτα σκίνα,βάτους κι αγκάθια

Χωράφια που απλώνονται από το βουνό μέχρι που φτάνει το μάτι σου.
Μια τεράστια κι ίσια λουρίδα μόνο τους χώριζε απ΄τη θάλασσα.
Μια λουρίδα που μετά έγινε λεωφόρος.
Βουλιαγμένης την είπαν ,γιατί μέχρι εκεί λέει θα'φτανε ο δρόμος.
Λίγο πιό κάτω κι άλλες τεράστιες ίσιες λουρίδες .Αυτές πολλές και στη σειρά.
Τεράστια σιδερένια πουλιά φαίνονται να βουτούν και να σηκώνονται ξαφνικά .
Είναι τ' αεροδρόμιο της πρωτεύουσας ,όπου αρχίζουν να πληθαίνουν τα δρομολόγια των αεροπλάνων , καθώς η Ελλάδα έχει ξεπεράσει πια τις πληγές της κατοχής και του εμφύλιου κι αρχίζει να φτιασιδώνεται για να βγεί λίγο παραέξω απ΄την πόρτα και τη γειτονιά της .

Τα βράδυα του καλοκαιριού οι γειτόνοι μαζεύονται στις αυλές .
Κουβεντιάζουν για τα προβλήματα της μέρας, για το χωριό που άφησαν πίσω ,φτιάχνουν μεζέ , πίνουν κρασί και ταξιδεύουν.
Ταξιδεύουν τα όνειρά τους πάνω στα μικρά κίτρινα φώτα των βαποριών που πλέουν αργά μέσα στη νύχτα,εκεί στο βάθος στη θάλασσα.
Κι άλλοτε σηκώνουν τα όνειρα τους ψηλα και πετούν μαζί με τα μικρά κόκκινα φώτα των σιδερένιων πουλιών ,εκεί στους ουρανούς .

Οι πολυάριθμες στάνες ,που μέχρι τότε απλώνονταν στις ρίζες και στα πόδια του βουνού αρχίζουν σιγά-σιγά να γκρεμίζονται μια-μια.

Οι τρομαγμένοι τσοπάνηδες ξεστήνουν τις στάνες τους και τραβιώνται ψηλότερα στο βουνό .

Μια δυό φορές την βδομάδα μόνο τολμούν και κατεβάζουν τα κοπάδια τους ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια και στ'απέραντα χωράφια.

Ανθρωποι,σπίτια ,λεωφόροι,πέτρες και βράχοι ,τσοπάνηδες και πρόβατα ένα πολύχρωμο κι άταχτο πλήθος σε μια πόλη μπερδεμένη που πετάει το υφαντό φουστάνι της για να βάλει το νέο το μπαμπακερό.


Κάποια παιδιά είχαν την τύχη να μεγαλώνουν εκεί .

Κάθε πρωί να βλέπουν τον ήλιο να σηκώνεται χρυσός πάνω απ'τη κορφή του Τρελλού και κάθε βράδυ να βουτάει κόκκινος στα νερά του Σαρωνικού.

Να παίζουν ελεύθερα στις αυλές και στους χωμάτινους δρόμους .

Να τρέχουν μέσα στα χωράφια χωρίς να νοιάζονται για τ'αγκάθια που τους έσκιζαν τα πόδια κι άμα τύχει και μάτωναν τα γόνατά τους σκονταύτοντας σε καμια μεγάλη πέτρα να φτύνουν την παλάμη τους , να καθαρίσουν την πληγή με το σάλιο και να τρέχουν ξανά, μην χάσουν καμιά στιγμή απ'το παιχνίδι.


Τα θυμήθηκε όλα αυτά κοιτάζοντας την ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Αυτή που τους έβγαλε κάποιος άγνωστος πλανόδιος φωτογράφος κάποιο μεσημέρι του 60.

Εκείνη ... η μικρότερη,ανεβασμένη πάνω στο μικρό βραχάκι για να φαίνεται ψηλότερη και να φτάνει και τις άλλες .Τις ξαδέλφες.

Την Λένα- την "μεγάλη" ....

και την Γιώτα -τον "Αντρούτσο"!

Μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία , εκεί στα χωράφια ,ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια ,στ' απέραντα χωράφια με τ'αγριάγκαθα,τους βράχους και τις πέτρες και ένα κοπάδι πρόβατα να βόσκει δίπλα αμέριμνο στην Ηλιούπολη των αρχών του 60.

Εκεί που λίγα χρόνια μετά στήθηκε η μεγάλη πλατεία και στη μέση της λίγο αργότερα η εκκλησία της Αγια Παρασκευής .


Κρέμασε τη ασπρόμαυρη φωτογραφία στο παράθυρό της κι άνοιξε τις κουρτίνες.

Για να την δείχνει σ'όσους περνούν.

Για να τους δείχνει πόσο τυχερή ήταν ,που μεγάλωσε εκεί .

Στην Ηλιούπολη ,αρχές του 60.


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

Αθήνα- Σεπτέμβρης του ’57


Aθήνα- Σεπτέμβρης του ’57.
Σε μια απο τις καινούργιες συνοικίες ,ξέρετε αυτές που άρχισαν εκείνη την εποχή να ξεφυτρώνουν γύρω-γύρω από την πόλη και να σχηματίζονται σαν πάζλ καμωμένο από τα κομμάτια των ονείρων των χωριατόπαιδων –εσωτερικούς μετανάστες τους λέμε τώρα-που έφταναν στην πόλη σωρηδόν, αφού είχαν ξεπουλήσει τα λιγοστά υπάρχοντά τους από φως, ήλιο, πέτρα και θάλασσα, μιας και δεν είχαν και τίποτα άλλο να ξεπουλήσουν, εκεί λοιπόν γεννήθηκα κι εγώ από γονιούς που είχαν ερωτευθεί με την πρώτη ματιά,ένα ζεστό μεσημέρι του ’45 στο Ζάππειο


Εκείνος μόλις είχε έρθει στην Αθήνα από το χωριό να ψάξει να βρεί την τύχη του -και μάλλον την βρήκε- κι εκείνη ψυχοκόρη από μωρό παιδί στο σπίτι κάποιων πλούσιων θειων της στο Παγκράτι .
Αυτός λοιπόν ο κεραυνοβόλος έρωτας τους οδήγησε δυο χρόνια μετά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία και την αγάπη τους συμπλήρωσε πάλι δυο χρόνια μετά η αδελφή μου.
Δε βαριέσαι …είπαν, έχει ο θεός…..το επόμενο παιδάκι μας θα είναι αγοράκι,έτσι για να μην λένε στο χωριό ότι κάνουμε μόνο κορίτσια και να διασωθεί και τ’όνομα της οικογένειας βρε αδερφέ!! (αλλοίμονο, τέτοιος οίκος ευγενών…,χωρίς διάδοχο?)
Τα χρόνια πέρασαν ,το ζευγάρι ειχε σηκώσει για τα καλά τα μανίκια , είχε σφίξει για τα καλά το όνειρο μέσα στα δόντια και πάλευε να το κατακτήσει στα εργοστάσια του Ρέντη και του Βοτανικού χωρίς να σηκώνει κεφάλι.
Τόσο που οκτώ χρόνια μετά θυμήθηκαν ότι έχουν κι άλλη υποχρέωση …….
Καλέ ?….Τον Διάδοχο καλέ !!!
Εν τω μεταξύ κάτι είχαν καταφέρει….Κάτι τα λεφτουδάκια που έβαζαν κάθε μήνα στην άκρη απ’ το μεροκάματο, κάτι εκείνο το αμπελάκι ,που είχε ο πατέρας στο χωριό, εκεί κάτω προς την θάλασσα ….-«πούλα το ρε πατέρα να μας βοηθήσεις» είπε εκείνος , «τι να το κάνεις ? για αμπέλια και σταφίδες είμαστε τώρα?»-το πούλησε ο πατέρας κι έστειλε τα λεφτά στην Αθήνα –αγοράστηκε το οικοπεδάκι στην Ηλιούπολη.
Βέβαια , τώρα , όταν πηγαίνουν στο χωριό ,πάντα περνάνε κι απ’το αμπελάκι,για να θαυμάσουν πόσο αξιοποίησε ο τουρισμός την περιοχή!!
-Τς.τς.τς…βρέ παιδί μου! Φανταζόσουν ποτέ ότι θα ‘περνε τόση αξία?
Αλλά δεν βαριέσαι ….καλά που δεν τα πουλήσαμε όλα! Δόξα σοι ο θεός !!
Μιά χαρά είμαστε…..
Αγοράστηκε λοιπόν το οικοπεδάκι
Ε ! τώρα που έγινε η αρχή ,ποιος μας πιάνει ! είπαν. Και σε λίγο καιρό πίσω από δυό δωματιάκια σκεπασμένα με τσίγκους άρχισε ν’ αχνοφέγγει τ’ όνειρο!
Εκείνοι οι πλούσιοι θείοι απ’το Παγκράτι βοήθησαν με τις γνωριμίες τους με υπουργούς και καθηγητάδες πανεπιστημίων και λίγο καιρό μετά εκείνος βρέθηκε δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Γεωργίας. Τώρα πιά που έχουμε και μόνιμη δουλειά -είπαν- έχει έρθει η ώρα και για τον διάδοχο!
Ηρθε και ο πατέρας και η μάννα απ’ το χωριό, πρόσθεσαν κι ένα δωμάτιο ακόμα για τους γέρους, να τους έχουν κοντά- τι να κάνουν πιά μόνοι κι αυτοί στο χωριό? -να βοηθάει κι η μάννα στις δουλειές, γιατί η γυναίκα πως να τα καταφέρει όλα μόνη , δουλειά, σπίτι, παιδί , εγκυμοσύνη!
Κι ένα πρωί ,ήταν εκεί κοντά στις μέρες της, αλλά δούλευε ακόμα,(τότε δεν προβλεπόταν βλέπεις άδεια εγκυμοσύνης) ξεκίνησαν όπως κάθε μέρα μαζί για την δουλειά.
Δεν θα’χαν περάσει κανα δυό ώρες που χε πιάσει δουλειά, τον φώναξαν στο τηλέφωνο…. -Ελα!! .....από το Ελενας...... σε ζητάνε ….γέννησε η γυναίκα σου …να σας ζήσει!!!

Αθήνα Σεπτέμβρης του ’57.
Όπως, πολύ καλά θα καταλάβατε, είχε φθάσει η πολυπόθητη στιγμή, που τα γαλάζια κορδελάκια του διαδόχου θα’μπαιναν δίπλα στα ροζ ,έτσι για να ‘ρθει και να δέσει τ’ονειρο. Αυτή η στιγμή που με κυνήγαγε μέχρι τα 18 μου χρόνια- γιατί αλλίμονο…….τα κορδελάκια ……..βάφτηκαν και πάλι ροζ.
Ηταν η στιγμή που έφθασα στο μάταιο τούτο κόσμο με την μορφή ενός μαλλιαρού, μαυριδερού και κλαψιάρικου μωρού για να τον oμορφήνω με την σπάνια παρουσία μου!
Μαύρη μαυρίλα (σαν του μωρού) πλάκωσε το σπίτι, που τώρα είχε και πλάκα από πάνω –μην στάζουν οι τσίγκοι πάνω στο μωρό και μια κλειστή ηλιόλουστη βεράντα να παίζει ο επερχόμενος κανακάρης .
Ουυυυιιιιιιί !!!...Συφορά μας ………. έσκουζε η γιαγιά σταυρώνοντας τα χέρια κι υψώνοντάς τα στον ουρανό σαν σε ικεσία προς τους θεούς. Ούτε στο μεγάλο σεισμό του ‘56 ,που έπεσε το μισό της σπίτι δεν έκανε έτσι!!
-Πάλι τσούπα μας έκανε?
Κι άλλα φουστάνια στο σπίτι?....κι ανέμιζε την μακριά μαύρη φούστα της σε ένδειξη απόγνωσης
-Αντε βρε Χαραλάμπη………,έλεγε στον άντρα της ,κουνώντας τώρα το κεφάλι πέρα –δώθε, σαν εκκρεμές–πάλι δεν θα σου βγεί τ’όνομα καψερεεεεεέ- !!
(……..το δικό της όμως ήδη έίχε βγεί με το πρώτο κοριτσάκι)
Ούτε η κόρη σου ,ούτε ο γιός σου σ’ αξιώσανε σε σερνικό αγγόνι καημένεεεέ....
(τώρα τα’βαλε και με την κόρη!)
Ο Χαραλάμπης –άνθρωπος καλοσυνάτος κι ανοιχτόμυαλος – έστριβε με αμηχανία το τσιγκελωτό του μουστάκι, βηματίζοντας πάνω-κάτω στην μεγάλη κουζίνα , μην ξέροντας πως ν’ αντιδράσει στην υστερία της γιαγιάς.
-Σώπαινε καημένη!....Εβαλε,τέλος τις φωνές
-Πως κάνεις έτσι?....Παιδί του θεού είναι κι αυτό !
-Δε λές που βγήκε γερό έτσι σκληρά που δούλευε η μάννα του μέχρι την τελευταία ώρα…
Και στο τέλος εξαπόλυσε και το τελευταίο του επιχείρημα..
-Στο κάτω-κάτω νέοι είν’ακόμα –θα κάμουνε κι άλλο…..
Αυτό το τελευταίο της άρεσε της γιαγιάς ,σταμάτησε να κουνάει το κεφάλι της πέρα-δώθε ,σκέφτηκε λίγο τα λόγια του γέρου της και κάπως ηρέμησε , όταν φαντάστηκε την νύφη της πάλι έγκυο ,να περιμένει και τρίτο παιδί..
Δεν μπορεί –είπε μέσα της – στο τρίτο πιά θα βγάλει το Χαραλάμπη.. Να βουλώσουμε και τα στόματα του χωριού!
Κι έτσι ξεφυσώντας σηκώθηκε να συνεχίσει τις δουλειές της ,ανακουφισμένη κάπως απ’αυτό το νεώτερο ενδεχόμενο, ενώ ο παππούς, ανακουφισμένος κι αυτός, που αυτή η τελευταία του βολή έπιασε τόπο ,βγήκε στην βεράντα να στρίψει ένα τσιγάρο.
Δε βαριέσαι καημένε! –είπε μέσα του –σκασίλα μου! Κι αν δεν βγάλουν Χαραλάμπη ,θα βγάλουν Χαραλαμπία, πάλι θα μου ‘χει βγει τ΄όνομα- και φύσηξε ψηλά τον καπνό του τσιγάρου του χαμογελώντας ευτυχισμένος, που βρήκε τη λύση.
Η μητέρα είχε αρχίσει να συνέρχεται απ’την ταλαιπωρία της γέννας και να συνειδητοποιεί σιγά-σιγά, τι είχε συμβεί! Βλέπεις δεν είναι όπως σήμερα που απ’τις πρώτες βδομάδες μαθαίνει κανείς το φύλο του παιδιού!Κι αυτή η καημένη ήλπιζε ότι θα καταφέρει να κάνει ένα γιό για να τους ευχαριστήσει όλους. Τον άντρα , την πεθερά, τον πεθερό.
Τώρα….μ’αυτό την κεραμίδα που της ήρθε στο κεφάλι, ένοιωθε άχρηστη κι ανίκανη ,μιας και η επιστήμη δεν είχε αποδείξει ακόμη ότι το φύλο του παιδιού καθορίζεται από τα χρωματοσώματα του σπερματοζωαρίου -όχι βέβαια και ότι θα το γνώριζε αν είχε αποδειχτεί από τότε!
Και ξαφνικά ….ένα δυνατό τσιριχτό κλάμα τάραξε την ησυχία του θαλάμου ,τίναξε απότομα και τους δυό έξω απ’τις σκέψεις τους και έδωσε το τόνο σε μια συναυλία ,όπου τα ξεκούρντιστα όργανα έμπαιναν ένα-ένα για να καταλήξουν σ’ενα κρεσέντο παραπονιάρικων μωρουδιστικων κλαθμών.
Τι έχει τώρα? ρώτησε τρομαγμένος ο πατέρας
Θα πεινάει πάλι, δεν χορταίνει με τίποτα απάντησε χαμογελώντας η μητέρα και πήρε το μωρό στην αγκαλιά της να το θηλάσει
Σ’ένα λεπτό το μαυριδερό πραγματάκι είχε ησυχάσει ,γύρισε προς το μέρος του πατέρα και δυό τεράστια μάτια καρφώθηκαν επάνω του !
-Βρε για κοίταξέ το τι μεγάλα μάτια που έχει !Τα δικά μου μάτια πήρε !
είπε ο πατέρας κι αμέσως μαλάκωσε το πρόσωπό του κι έσκυψε τρυφερά πάνω απ’ το μωρό.
Σαν να μου μοιάζει ! είπε πάλι, χαμογέλασε δειλά κι άρχισε να βλέπει τώρα με άλλο μάτι το μωρό.
Το βράδυ που γύρισε στο σπίτι δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τον πατέρα και την μάννα του .Σ’όλη την διαδρομή στο λεωφορείο αυτό σκεπτόταν. Ούτε λίγα γλυκά δεν σκέφτηκε ν’ αγοράσει –για κεράσματα είμαστε τώρα !
Όταν έφτασε στο σπίτι βρήκε την μάννα του να μπαλώνει κάτι κάλτσες και τον πατέρα να παίζει με το άλλο το μικρό.
Ελα πατέρα…,μάννα …να μας ζήσει! είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει και να δείξει ευτυχισμένος.
Εεε …παιδάκι μου ,αφού έτσι ήθελε ο θεός …είπε η γιαγιά κατεβάζοντας το κεφάλι κα σταυρώνοντας τα χέρια
-Δεν πειράζει …πετάχτηκε ο παππούς ,για να προλάβει δυσάρεστη επέκταση της συζήτησης και να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Γερή να είναι η ……Χαραλαμπία !
Κι έτσι ,μιας και δεν γεννήθηκα αγόρι ,κουβαλάω 47 χρόνια τώρα ένα «αντρικό » όνομα ,που ντρέπομαι να το πω ολόκληρο και έτσι το περιόρισα στο Χαρά !(sic)
-Ουφ….καλύτερα ! φαντάζεστε να με φώναζαν Χαραλάμπη ή Μπάμπη?
(Αθηνα 2004-από ανάρτηση στο ΅άνευ Ειρμού και Λογικής")

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2007

Fetiche


Ηταν ένα ζευγάρι ασπρόμαυρα παπούτσια.
Γιαλιστερά .
Πολύ γιαλιστερά.
Λαμποκοπούσαν
Μετά έμαθα πως τα 'λεγαν λουστρίνια.

Ηταν γύρω-γυρω μαυρα
με μικρές μικρες τρυπίτσες
και στην μέση ένα μικρό λευκό γιαλιστερό φιογκάκι.

Στην αρχή μου τα φορούσαν κάθε που σύμβαινε κάτι σπουδαίο.
Γιορτές, γενέθλια ,επισκέψεις...

Μετά μ'αφηναν να τα φοράω συνέχεια.
Οποτε ήθελα.
Μέσα στο σπίτι, έξω στόν κήπο,πίσω στην αυλή.

Τα γιάλιζα κάθε πρωί πριν τα φορέσω με τα κοντα λευκά καλτσάκια.
Κι αν τύχαινε στο παιχνίδι και σκονίζονταν
έτρεχα στο πλυσταριό .
Ολο και κάποιο παλιόπανο της γιαγιάς
τους ξανάδινε την λάμψη τους.

Δεν ξέρω πόσος καιρός πέρασε.
Ανοιξαν στο πλάι απ'τη χρήση
κι οι άκρες των ποδιών μου πάταγαν πιά το χώμα.

Ομως εξακολουθούσαν να λάμπουν
καθώς συνέχιζα το πρωινό τους γιάλισμα.
Εμένα μ'αρεσαν.
Κι ας έχασκαν στα πλάγια .

Ηταν ένα πρωινό Κυριακής
Στο σπίτι μεγάλη αναστάτωση.
Χάρτινες κούτες και σακούλες πίσω στην αυλή.
Η μάνα είχε ανοίξει πατάρια και ντουλάπες ,
διάλεγε πράγματα ,
άλλα έβαζε από δω ,άλλα από κει.

Αρχισα να σκαλίζω τις κούτες ,
ψάχνοντας χαμένους θησαυρούς.
Ρούχα πολύχρωμα,παλιά παπούτσια,
χαλασμένα παιχνίδια.
Μα σαν κάτι να γιάλισε εκεί κάτω στο βάθος.
Βούτηξα μέσα στην κούτα και το τράβηξα...

...ένα μικρό ασπρόμαυρο γιαλιστερό παπούτσι!!
Βούτηξα πιό βαθιά κι έψαξα γεμάτη αγωνία.
Τα παπούτσια μου!
Τα γιαλιστερά ασπρόμαυρα παπούτσια μου!!

Είχα καιρό να τα φορέσω γιατί μου εσφιγγαν τα πόδια.
Αν και είχαν ανοίξει πια τελείως στα πλαινά τους
ήταν πια τόσο στενα που πόναγαν τα μικρά μου δάχτυλα.
Μα τα είχα φυλάξει
εκεί μαζί με τ'άλλα, τα "καλά' μου

Και τωρα τα έβρισκα εδω μέσα στην τεράστιο χάρτινο κουτί,
έτοιμα να πάρουν τον δρόμο για τα σκουπίδια.

Τα 'κρυψα στην αγκαλιά μου
κι έτρεξα να τα φυλάξω.

Ενα τεράστιο χέρι απλώθηκε
πέρασε πάνω απ'το κεφάλι μου
και μου τα άρπαξε.

Μια άγρια πάλη ξεκίνησε.
Πάλευα με νύχια και με δόντια να τα πάρω
ξανα στην αγκαλιά μου.
Ουρλιαχτα ,κλάματα, φωνές.

Μα δεν σου κάνουν πιά παιδί μου.
Τι τα θέλεις ?
Πως κάνεις έτσι .
Είναι και σκισμένα...

Μάταια προσπαθούσα να εξηγήσω πόσο τ'άγαπούσα ,
πόσο τα ήθελα ..κι ας ήταν σκισμένα
Η πάλη συνεχίστηκε μέχρι τη στιγμή
που τα είδα να εκσφενδονίζονται στον αέρα .
Εκαναν μια μεγάλη τροχιά...
πέρασαν πάνω από την ψηλή μάντρα
και εξαφανίστηκαν αναμέσα στα ξερά ψηλά χορτάρια
του διπλανού οικόπεδου.

Ενα μαχαίρι τρύπησε την καρδιά μου.
Η ψυχή μου σκίστηκε ....
σαν τα ασπρόμαυρα παπούτσια.

Ο τοίχος της μάντρας ήταν ψηλός ,
τεράστιος κι αδιάβατος για μένα .
Το διπλανό οικόπεδο ,μια ζούγκλα ,ένας άγνωστος κόσμος.
Είχα χάσει πια για πάντα τ'άγαπημένα μου
ασπρόμαυρα παπούτσια.

Οταν πολλά χρόνια μετά
κατηγόρησα την μάννα μου
γι αυτό που μου 'χε κάνει
με κοίταξε γεμάτη απορία .
Μα τι τα 'θελες?
Αυτα ήταν τα βαφτιστικά σου !!

Τώρα στην ντουλάπα μου
ανάμεσα τα παπούτσια
πάντα υπάρχει φυλαγμένο
ένα ζευγάρι μαύρα λουστρίνια...

Τετάρτη, Ιουνίου 27, 2007

The Family Tree....


Ο Γιώργος ,πατέρας του παππού , γεννημένος το 1849 σ'ενα χωριό της Μεσσηνίας ,
κατάφερε ,ποιος ξέρει πως, όχι μόνο να μάθει γράμματα ,αλλά και να γίνει δάσκαλος ,σε μια Ελλάδα που έβγαινε απ'το σκοτάδι της τουρκοκρατίας προσπαθώντας να βρεί το νέο εαυτό της.
Οι ιστορίες λένε πως ο πατέρας του ήταν παπάς.
Ισως για αυτό κατάφερε και να μην μείνει αγράμματος.
Ο παππούς τον περιγράφει σαν έναν άνθρωπο γλυκό,ήρεμο κι ευγενικό.
Είναι εξαιρετικά μορφωμένος για την εποχή του και γνώστης της βυζαντινής μουσικής.
Πα Βου Γα Δι Κε Ζω Νη
Δεν ξέρω ακόμα να διαβάζω, μα ο παππούς μου μαθαίνει τις νότες ,όπως του τις δίδαξε ο πατέρας του..
Ξέρει κι από μουσικά όργανα
Αγαπημένο του το μαντολίνο.Οπως και για τον παππού, .που όμως δεν είχα την τυχη ποτε να τον ακούσω να παίζει.
Γύρω στα 30 ο Γιώργος βρίσκεται δάσκαλος στο σχολειό ενός άλλου χωριού λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα απ'το δικό του κι εκεί ριζώνει φτιάχνοντας το σπιτικό του.
Παντρεύεται την Μαρία και κάνει μαζί της 3 παιδιά. Τον Παναγιώτη,τον Μιχάλη και την Ευγενία.Δεν ζουν μαζί πολύ.Η φυματίωση που θερίζει εκείνη την εποχή χτυπάει την Μαρία και τον αφήνει μόνο με τα τρία μικρά.
Μα είναι νέος κι είναι μορφωμένος.
Είναι ο δάσκαλος του χωριού και δεν είναι δύσκολο γρήγορα μια άλλη γυναίκα να γίνει η νέα μάννα για τα παιδιά του..
Παντρεύεται την Αννα κι αποκτάει μαζί της άλλα 2 παιδιά
Τον Χαράλαμπο και τον Φίλιππο.
Τα παιδιά γίνονται τωρα 5 και τα πράγματα δυσκολεύουν.
Εκτός από δάσκαλος γίνεται κι αγρότης.
Λίγα χτηματάκια με σταφίδα και ελιές συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα.
Εχει τόσα στόματα να θρέψει..
Τα αγόρια μεγαλώνουν ,το κορίτσι θέλει προίκα για να παντρευτεί,το εισόδημα το παίρνουν οι εμπόροι κι οι τοκογλύφοι δανειστές και το χωριό αρχίζει ν'αδειάζει καθώς οι νέοι παίρνουν ένας -ενας το δρόμο για τη " Γή της Επαγγελίας " αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Εχει μπεί ο νέος αιώνας ,τα καράβια φεύγουν φορτωμένα μετανάστες για την Αμερική κι ο πρώτος γιός φεύγει μαζί τους.


Eίναι 28-9-1902
Με το πλοίο "GRAF WALDERSEE" φτάνει στο Ellis Island ο Παναγιώτης .
Είναι 21 χρονών και δηλώνει αγρότης.
Εχει ύψος 1,70, μαλλιά και μάτια καστανά ξέρει γραφή κι ανάγνωση και φτάνει εκεί καλεσμένος από έναν παιδικό του φίλο που έφυγε νωρίτερα κι έχει ήδη σπίτι και δουλειά στην Νέα Υόρκη.
Φυσική κατάσταση "good" γράφουν οι Αμερικάνοι και τον αφήνουν να περάσει.
Αλλο ένα γεροφτιαγμένο γρανάζι μπαίνει στην αλυσίδα να γυρίσει ο τροχός του αμερικάνικου καπιταλισμού ,που αναπτύσσεται τώρα ραγδαία μετά την λήξη του εμφύλιου .

Πέρασαν κάμποσα χρόνια .Φαίνεται πως ο Παναγιώτης κάτι κατάφερε.
Εγινε τωρα Ρeter και κατορθώνει να στείλει στον πατέρα του τα χρήματα για το εισιτήριο.



Ο πατέρας Γιώργος φτάνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης με το πλοίο « Θεμιστοκλής»
Είναι πια 62 χρόνων .Καταγράφεται ως « professor» Εχει ύψος 1,70, μαλλιά και μάτια καστανά και δηλώνει πως θα μείνει στον γιό του Piter ….poulos στην διεύθυνση 265 1st ave στο Milwaukee του Winsconsin...
"Good" γράφουν οι Αμερικάνοι κι αφήνουν κι αυτόν να περάσει..
Η αλυσίδα αρχίζει να μεγαλώνει.


Είναι 12 Δεκέμβρη του 1911
Το να ξέρει γράμματα ένας εμιγκρές εκείνη την εποχή ήταν σημαντικό εφόδιο για να βρει μια καλή δουλειά ,να μην δουλεύει για ένα κομμάτι ψωμί και λίγες ελιές στην κατασκευή των σιδηροδρόμων ,που απλώνονταν ραγδαία στην αχανή χώρα και να κοιμάται στα βαγόνια ,όπως γινόταν τότε με τους περισσότερους ..
Ετσι πατέρας και γιός φαίνεται πως κατάφεραν να βρουν μια καλή δουλειά ,τέτοια που γρήγορα να τους κάνει ν’αποφασίσουν να μείνουν μόνιμα πια εκεί .
Τρία χρόνια σταθηκαν αρκετα ώστε να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για να πάρουν κοντά τους τρία από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.


Αρχές του 1914
Η μητέρα Αννα ,ο Μιχάλης και ο Φίλιππoς φτάνουν στην Πάτρα κι επιβιβάζονται στο πλοίο "Pannonia"
Στην Ελλάδα θα έμενε η Ευγενία ,που είχε κάνει ήδη την δικιά της οικογένεια και ο Χαράλαμπος που ήταν στρατιώτης. Αυτός θα ερχόταν αργότερα ,όταν τελείωνε πια με τον στρατό του



24-4-1914
Το "Pannonia" δένει στο Ellis island και το όνειρο ξεκινά για τα δυό αγόρια και την μητέρα .
Η Αnio ,όπως καταγράφεται στα βιβλία είναι πια 42 χρόνων ,έχει ύψος 1,60, δέρμα σκούρο, μάτια και μαλλιά καστανά και δηλώνει πως εκεί την περιμένει ο her husband
Είναι αγράμματη κι έχει μαζί της 25 δολλάρια.


O Mιχάλης είναι 26 χρόνων ξέρει να γράφει και να διαβάζει και δηλώνει υπάλληλος.
Εχει ύψος 1.70 δέρμα σκούρο , μαλλιά και μάτια καστανά δεν είναι πολύγαμος, δεν είναι αναρχικός κι έχει στην τσέπη του 50 δολλάρια.



Ο Φίλιππος είναι μόλις 18 και δηλώνει εγγράμματος υποδηματοποιός.
Επάγγελμα που όπως λένε οι ιστορίες του παππού συνέχισε να εξασκεί κι εκεί μέχρι που κατάφερε μετά από χρόνια ν’αποκτήσει δικό του εργοστάσιο παπουτσιών.
Υψος,δέρμα μάτια και μαλλιά ίδια με των άλλων .
(όλους τους έλληνες ίδιους φαίνεται τους έβλεπαν οι αμερικάνοι!).
Φτάνει στην γή της επαγγελίας με 25 δολλάρια.

Ολοι τους δηλώνουν σαν διεύθυνση στην νέα τους χώρα 265 First ave Milwaukee
και χαρη στις δυνατότητες της τεχνολογίας βρίσκω σήμερα που ρίζωσαν τα σπασμένα κλαριά της οικογένειας.



“GOOD “ γράφει τώρα η σφραγίδα κι η Αnio , ο Michael και ο Filipas γίνονται ακόμα τρεις κρίκοι στην τεράστια αλυσίδα των εμιγκρέδων ....

Κι έμεινε ο Χαράλαμπος ,ο τελευταίος.
Το στρατιωτικό τελείωσε,τα λεφτά για το εισιτήριο ήρθαν από την Αμερική.
Τ'όνειρο σε λίγο θα γινόταν πραγματικότητα. Ο πράκτορας έτοιμος να του κλείσει ημερομηνία με το 'Πατρίς' .Σε λίγο θα βρισκόταν κι αυτός στη "γή της επαγγελίας ",ξανά κοντα στην οικογένειά του ,έτοιμος να κάνει κι αυτός μια νέα αρχή .
Μα τότε μπήκε το μεγάλο δίλημμα.
Το κορίτσι μιας θειάς του του αργοπέθαινε χτυπημένο απ'τη φυματίωση.
Οι γιατροί και τα φάρμακα ακριβά.Για σανατόριο ούτε κουβέντα.
Τα λεφτά όμως του εισιτηρίου ήταν αρκετά κι έφταναν για το σανατόριο και τους γιατρούς .
Δεν το σκέφτηκε πολύ.
Εστειλε ενα γράμμα στον πατερα του ,τάχα πως άλλαξε γνώμη .
Του γραψε πως δεν θέλει πια να φύγει και πως με τα λεφτα που του στειλαν θ'αγόραζε ένα χτήμα ,που πουλιόταν σ’ ευκαιρία.
Η απάντηση του πατέρα και των αδελφών του ήρθε λίγο αργότερα θυμωμένη κι αυστηρή .
Μα τον παππού δεν τον ένοιαξε.
Του έφτανε που δεν άκουγε πια τις νύχτες την μικρή να πνίγεται απ'το βήχα κι έβλεπε το χρώμα να γυρίζει ξανά στα μάγουλα της .

Ετσι ο παππούς ρίζωσε πια εδώ.
Δεν είχε την τύχη να ξαναδεί ποτέ τον πατέρα, την μάννα και τ’αδέλφια του.
Μα είχα εγώ την τύχη να μεγαλώσω δίπλα σ’αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο...

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2007

Mνήμες ...Μουσικές .


Δύσκολα μου ‘βαλες Αναστασία !!
Που να χωρέσουν τόσες μνήμες …τόσες μουσικές…
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πάντα μου κάνει παρέα η μουσική.

Μουσική κάθε είδους .
Aνάλογα την ηλικία,την διάθεση,την στιγμή.

Η πρώτη μου επαφή έγινε με το ....Telefunken

Ηταν αρχές του '60 και στην ελληνική σκηνή βασίλευε η “ελαφρά” μουσική.
Δεν ξέρω πόσο “ελαφρά” ήταν .
Ξέρω πως τ'αυτιά μας χάιδευαν οι μουσικές του Χατζιδάκι ,του Θεοδωράκη και του Ξαρχάκου και ταξιδεύαμε με τους στίχους του Ρίτσου ,του Ελύτη και του Γκάτσου.


Ηταν ανοιξιάτικα πρωινά Κυριακής.
Η μόνη ημέρα που η μητέρα μου δεν πήγαινε στη δουλειά.
Από νωρίς άνοιγε όλα τα παράθυρα του σπιτιού κι έβαζε το το ραδιόφωνο να παίζει στη διαπασών.Εβγαινε στον κήπο κι έπιανε δουλειά.
Κλάδευε ,πότιζε,ξεχορτιάραζε .Και τραγουδούσε.
Την κοίταζα απ΄το παράθυρο ,ανεβασμένη στο μικρό μου σκαμνάκι ,για να φτάνω στο πρεβάζι .Οι μελωδίες και οι στίχοι των τραγουδιών ,ξεχύνονταν στη γειτονιά πότιζαν την ψυχή μου και ταξίδευα μαζί τους .
Αγάπησα εκείνα τα τραγούδια.Κι ακόμα τα αγαπάω.
Πιάνω συχνά τον εαυτό μου να σιγομουρμουρίζε….

Χάρτινο το φεγγαράκι ....
Kάπου υπάρχει η αγάπη μου...
Είσ' ένα περιστέρι ...
Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου ...
Είχα μια θάλασσα στο νου ....
Φέρτε μ' ένα μαντολίνο ...
Αγαπημένες μου φωνές της εποχής της Νάνας Μούσχουρη,της Γιοβάννας και της Τζένης Βάνου.
Φωνές και τραγούδια ερωτικά ,γραμμένα στη μνήμη , ήρθαν ξανά και ξανά και τραγουδήθηκαν σε όμορφες,τρυφερές στιγμές...
Ξύπνα αγάπη μου
η νύχτα τέλειωσε τ' αστέρια χάθηκαν
πρέπει να φύγεις
Τα δυό τριαντάφυλλα
που ήταν πλάϊ μας κι αυτά μαράθηκαν
πρέπει να φύγεις
Μια ηλιαχτίδα σου χαϊδεύει τα μαλλιά
πρέπει να φύγεις πρίν μας βρούνε αγκαλιά
Μα αυτό που με σημάδεψε απ'εκείνη την εποχή ,αγαπημένο και χιλιοτραγουδισμένο σ'όμορφες αλλά και δύσκολες στιγμές ...
Θάλασσα πλατιά
σ' αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθιά
μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά
τη δικιά μου την μικρούλα την καρδιά


Το Telefunken έδωσε τη θέση του στο πικαπ και το σπίτι γέμισε 45ράκια.
Στα οικογενειακά γλέντια κι όχι μόνο τα δισκακια παίζανε μέχρι να χιλιογρατζουνιστούν κι η βελόνα ν’αρχίσει να χοροπηδά.
Ολες οι νέες κυκλοφορίες πλούτιζαν την δισκοθήκη της μάνας .
Από Θεοδωράκη ,Ξαρχάκο Μπιθικώτση μέχρι Καζαντζίδη και Βούλα Πάλλα.
Ηταν η εποχή της μεγάλης μετανάστευσης ,το σπίτι κάθε τόσο γεμάτο από συγγενείς που έρχονταν απ’το χωριό στην Αθήνα να φτιάξουν τα χαρτιά τους και να φύγουν για Αυστραλία, Καναδά ,Αμερική.Ολοι φιλοξενούνταν στο σπίτι μας και κάθε βράδυ μια μικρή γιορτή στηνόταν με φτωχικούς μεζέδες,κρασί ,τραγούδια και κλάματα.
Η «Συνεφιασμένη Κυριακή » μπερδευόταν με την «Απονη ζωή» και η «Μαντουμπάλα» με το λυγμό του Καζατζίδη ...Μαννούλα θα φύγω μην κλάψεις για μένα….
Παράλληλα η αδελφή μου είχε φτασει πια στην εφηβεία κι ειχε φτιαξει την δικια της συλλογή .Δεν πήγαινα ακόμα σχολείο μα ήξερα όλα τα τραγούδια του Elvis ,των Beatles και των Rolling Stones .Τραγούδαγα το «Satisfaction» και το «Let It be» και χόρευα ροκ ,μαμπο ,
γιανκα και σεικ.
Ένα τραγούδι που με νοσταλγία σιγοτραγουδάω ακόμα το «Yesterday»
Yesterday, all my troubles seemed so far away!
Now it looks as though they're here to stay,
Oh, I believe in yesterday
Suddenly, I'm not half the man I used to be!
There's a shadow hanging over me,
Oh, yesterday came suddenly

Στα πάρτυ της ήμουν πρώτη και καλύτερη ,φόραγα κολλαριστα φουρό κι ασπρα σοσόνια .Χόρευα μαζί τους ,δοκίμαζα κρυφά βερμουτ στα ψιλόλιγνα ποτήρια ,τσάκιζα τα κρακεράκια κι ήξερα όλα τα μυστικά των «μεγάλων » κοριτσιών, μιας και μίλαγαν ελεύθερα μπροστά στη «μικρή» .Εζησα δηλαδή ,όλα αυτά που πολύ αργότερα τόσο όμορφα μας θύμισε η Αλκηστις στο τραγούδι της «Τα πιο ωραια λαικα»
Κι ήρθε το «νέο κύμα» κι η εποχή των μπουατ.
Σε μπουατ δεν πήγα ,λόγω ηλικίας, μα κάτι η μεγαλύτερη αδελφή ,κάτι η τηλεόραση που στο μεταξύ εισέβαλλε στο σπίτι με κράτησαν ενήμερη και για τις μουσικές τάσεις της εποχής.
Απ’τους αγαπημενους ερμηνευτες της εποχής η Αρλέτα , ο Γιαννης Πουλόπουλος , η Πόπη Αστεριάδη , ο Γ.Ζωγράφος κι η Καίτη Χωματά.
Αμετρητα τα τραγούδια που αγάπησα ,μα πολλές φορές ακόμα σιγομουρμουρίζω
Νύχτα βροχερή άδειο το χέρι
ψάχνει να σε βρει μα δεν το ξέρειπού θα σε βρει
Μια φορά θυμάμαι μ' αγαπούσες τώρα βροχή
μια φορά θυμάμαι μου μιλούσες τώρα σιωπή
Αρχές δεκαετίας του 70 η χούντα καλά κρατεί ,το πικαπ κάηκε πιά από την πολύ χρήση και μεις αποχαυνώμαστε μπροστα στο θαύμα της τηλεόρασης με τις μουσικές εκπομπές του Μαστοράκη ,το φεστιβαλ του Σαν Ρέμο και της Θεσ/νίκης.
Εκείνη την εποχή ακούω φανατικά από τον Αdamo τα Amour perdu & Εnsemble
κι απ'τον Αl Bano τα Io Di Notte & Felicita.
Η ελληνική ποπ ανθίζει μαζί με την εφηβεία μου ,μαζεύω πόστερ από το «Φαντάζιο»
κι ακούω Βίκυ –Μαρίνα- Δάκη και Πασχάλη
Αναμνήσεις μένουν οι ωραίες στιγμές
τα φιλιά οι όρκοι κι οι χαρές
ο καιρός κυλάει κι η αγάπες περνούν
κι οι καρδιές μας όλα τα ξεχνούν
Κάποια μέρα φτάνει ένα γκρίζο πρωί
που δεν σου γελά πια η ζωή
και για συντροφιά έχεις τη μοναξιά
κι αναμνήσεις μέσα στην καρδιά
Μεγαλώνω λίγο και γυρίζω στην ελληνική ροκ.
Λατρεμένοι της εποχής οι Poll , οι Socrates drank the conium οι Peloma Bokiou και οι
Nostradamos.
Είναι η ώρα που αγοράζω και τον πρώτο μου δίσκο .

Είναι των Poll με τίτλο «Aνθρωπε».
Παίζει από το πρωί ως το βράδυ ,τον φυλάω όμως σαν τα μάτια μου
και μένει πια στο πατρικό μαζί με τ’αλλα κειμήλια της εφηβείας μου.
Αν θες τραγούδια όμορφα ν' ακούσεις, ήλιε μου
την καρδιά μου ν' ανοίξεις
Αν θες λουλούδι γύρω σου ν' ανθίσει,
το θυμό άσ' τον όλο να σβήσει
Άνθρωπε αγάπα, τη φωτιά σταμάτα

και τη δύναμή σου δώσ' την στο φιλί σου
Κι από κει ξανά στην ξένη μουσική.
Ερχεται η εποχή που δεν ακούω τίποτα ελληνικό και το ραδιοφωνάκι κολλημένο στο αυτί .Την ημέρα δίπλα στα βιβλία και την νύχτα δίπλα στο μαξιλάρι.
Ο πρώτος έρωτας έχει χτυπήσει την πόρτα και μάλιστα τυχαίνει να διαθέτει φίλους με πειρατικό ραδιοσταθμό.
Οι αφιερώσεις πάνε σύννεφο Εγω δεν ενδίδω ακόμα κι ολόκληρες εκπομπές του «Dalton» και του «Κ80» με τ’αγαπημένα μου τραγούδια , μου αφιερώνονται αποκλειστικά.
(ΣΗΜ. τελικά ενέδωσα τόσο …ώστε τον παντρεύτηκα!)
Oι τοίχοι του δωματίου γεμίζουν αφίσες των Jimy Hendrix , T.Rex, Santana , Janis Joplin ,Deep Purple

Ακούω φανατικά Isaac Hayes και Shaft.
Και λειώνω ακόμα με το Without You
No, I can’t forget this evening
Or your face as you were leaving
But I guess that’s just the way this story goes,
You always smile....But in you eyes your sorrow shows
Yes it shows
No I can’t forget tomorrow
When I think of all my sorrows
When I had you there but then I let you go
And now it’s only fair that I should let you know
What you should know
I cant live If living is without you
I can’t live
I can’t give anymore

Πέμπτη, Απριλίου 26, 2007

Το Παγοθραυστικό




Ηταν βαρύς εκείνος ο χειμώνας.
Η νύχτα έπεφτε νωρίς και οι γειτονιές άδειαζαν γρήγορα απ΄τις φωνές των παιδιών.
Απ'το σούρουπο οι μανάδες έβγαινα στις πόρτες κι άρχιζαν τις φωνές..
Νίκοοοοο!......Γιάννηη...Ελάτε μέσα πια ...νύχτωσε ....
Ενα-ένα τα παιδιά έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι.
Τότε δεν είχες να κάνεις και πολλά πράγματα τα βράδυα του χειμώνα .
Τηλεόραση δεν υπήρχε για να μαζέψει την οικογένεια γύρω της .
Ο πατέρας άνοιγε το ράδιο για ν'ακούσει τα νέα, η μάννα μαγείρευε ,η γιαγιά έπλεκε ή μαντάριζε τις κάλτσες του παππού κι η αδελφή ή έλειπε στ'αγγλικά ή διάβαζε.
Ελεγα τα μαθήματα στον παππού για να σιγουρευτεί πως ήμουν διαβασμένη για την επόμενη μέρα .κι ετοίμαζα την τσάντα μου για το σχολείο
Μετά το βραδυνό όλοι μαζευόνταν γύρω απ'τη σόμπα, μέχρι νάρθει η ώρα να πάνε
για ύπνο.
Ηταν μια μεγάλη γερμανική ξυλόσομπα ,που την ταίζαμε συνέχεια με μικρά κούτσουρα ή κάρβουνα .
Μαζευονταν λοιπόν όλοι γύρω απ'τη σόμπα ,ψήνανε κάστανα ή έβραζαν τσάι ,
χάζευαν τις φλόγες στο μαυρισμένο της τζάμι κι έλεγαν ιστορίες.
Της πιό ωραίες της έλεγε ο παππούς.
Είχε έναν ιδιαίτερο και χαρισματικό τρόπο να διηγείται τις ιστορίες του.
Γράμματα δεν ήξερε πολλά ,μόλις το σχολαρχείο είχε τελειώσει,μα ήξερε τόσα πολλά για το μικρό μου το μυαλό.
Μου είχε φτιάξει ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι ,που κάθε βράδυ το στηνα εκεί στην σόμπα ,
δίπλα στα γόνατά του και κρεμόμουν απ'τα χείλη του ν'ακούσω την νέα ιστορία.
Ελεγε διάφορα .Από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό ,για νεράιδες κι αερικά ,ιστορίες από τον πόλεμο στο Σαγγάριο και το Εσκί Σεχίρ ,ιστορίες από την εποχή που ήταν καπετάνιος στο παγοθραυστικό.



Αυτές οι τελευταίες ήταν κι οι αγαπημένες μου.
Μου 'λεγε λοιπόν για τις περιπέτειες που έζησε εκεί στο Βόρειο Πόλο
Ηταν καπετάνιος λέει σ'ενα παγοθραυστικό ,ένα μεγάλο καράβι που γύριζε στις θάλασσες του Βόρειου Πόλου .Δουλειά του ήταν να ανοίγει δρόμους μέσα στους πάγους ,για να ταξιδεύουν ελεύθερα τ'άλλα καράβια.
Δύσκολη κι επικίνδυνη δουλειά
Μα ο παππούς την ήξερε καλά.
Το καράβι του ήταν μεγάλο.Μ' ' άλμπουρα κι αντένες Καταστρώματα κι αμπάρια.
Γέφυρες και τιμονιέρες .
Κι είχε πλήρωμα πολύ.
Ναύτες ,λοστρόμους ,μαρκόνηδες και θερμαστές.Ολοι στις διαταγές του.
Κι είχε περιπέτειες πολλές στα ταξίδια του .
Οπως τότε ,που 'μεινε κολλημένο το καράβι στους μεγάλους πάγους .
Πέντε μέρες κάνανε να τους σπάσουν .
Μα στο τέλος ο καπετάνιος τα κατάφερε κι ο δρόμος μέσ'στη θάλασσα άνοιξε σαν ποτάμι .




Και τότε που πέσανε στη μεγάλη χιονοθύελλα.
Είχε τρικυμία φοβερή.Ενα απέραντο λευκό πέπλο παντού .Σ'ουρανό και θάλασσα.Θύελλα μαζί και χιόνι.Τεράστια κύματα σκέπαζαν την κουβέρτα κι ο παππούς στην τιμονιέρα.
Απλωσε τους χάρτες ,άνοιξε τα τηλεσκόπια,άναψε τα φανάρια.
Το καράβι σκέτο καρυδότσουφλο μιά ανάμεσα στα θεόρατα κύματα, μια ανάμεσα στα τεράστια παγόβουνα.
Οι ναύτες κλαίγανε ,θυμήθηκαν την μάννα τους , προσεύχονταν στην
Παναγιά.
Τους βλαστήμησε άγρια που λιγοψύχησαν , έκανε τον σταυρό του κι έπιασε το τιμόνι.Κράτησε τη ρότα μέσα στη θύελλα ,ανάμεσα στα παγόβουνα.
Η Παναγία βόηθησε κι έπιασαν λιμάνι.
Εστειλε τηλεγράφημα στη μάννα του .
Ν'αναψει κερί στην Παναγία την Ελεήστρια.




Μα η πιό μεγάλη περιπέτεια ήταν τότε που αποφάσισε ν'αφήσει το παγοθραυστικό και τα καράβια.
Ηταν στην μέση του ωκεανού .Μέρες τώρα είχαν πρόβλημα στις μηχανές.
Ποτε δούλευαν ,ποτε όχι.Οι μηχανικοί ξημεροβραδυάζονταν στ'αμπάρια και τα μηχανοστάσια
Η ζημιά μεγάλη .Δεν ήξεραν αν θα καταφέρουν να φτάσουν στο λιμάνι.
Πάγοι και παγόβουνα παντού ,ο καιρός κακός.
Ο καπετάνιος πότε στις μηχανές, πότε στον ασύρματο,πότε στο τιμόνι.
Τρεις μέρες είχε να κοιμηθεί
Μέσα σ'όλα τον ζητάει κι ο μαρκόνης .

Χάλασε ο ασύρματος του λέει.Δεν μπορώ να στείλω σήμα.
Η πιό δύσκολη στιγμή στη ζωή του.
Καπετάνιος σ'ενα πλοίο με νεκρές τις μηχανές ,μέσα στη θύελλα και στα παγόβουνα, χωρίς ασύρματο κι είκοσι ζωές στα χέρια του.
Ο καιρός έσερνε το καράβι. Τεράστια παγόβουνα πλησίαζαν απειλητικά.
Περικυκλωμένοι σ'εναν λευκό εφιάλτη.
Απλωσε το χέρι στο μέρος της καρδιάς.
Ενοιωσε το μικρό φυλαχτό ,που του ' δώσε η μάννα του όταν έφυγε..
Κι έκανε το μεγάλο τάμα.





Οι άντρες πάλεψαν ,η τύχη βόηθησε ή κι η Παναγιά και την τελευταία στιγμή πήραν μπρος οι μηχανές.
Το τιμόνι υπάκουσε στα χέρια του καπετάνιου.
Ο λευκός κλοιός έσπασε ,τα εφιαλτικά παγόβουνα έφυγαν μακριά.
Εφερε το πλοίο στο λιμάνι και γύρισε για πάντα στο χωριό του.

Πέρασαν κάποια χρόνια.
Είχα μεγαλώσει πια για να μου λέει ιστορίες.
Ομως το φερε η κουβέντα και του ζήτησα να μου ξαναδιηγηθεί την τελευταία του περιπέτεια στο παγοθραυστικό .
-Ποιό παγοθραυστικό ,με ρώτησε απορημένος
-Αυτό ,που ήσουν καπετάνιος ...ξέχασες βρε παππού?
Γέλασε πονηρά κάτω απ'τα λευκά μουστάκια του.
Απλωσε το χέρι και με χάιδεψε
-Ακόμα το πιστεύεις βρε κουτό? Παραμύθια ήταν .
Παραμύθια για να περνάνε τα βράδια του χειμώνα.

Μου πήρε κάμποσο καιρό για να τον συγχωρέσω και όταν πια έφυγε η απογοήτευση έμεινε η απορία .
Ενας απλός ,αγράμματος γεωργός πως ήξερε τόσο πολλά για τα παγοθραυστικα?