Κυριακή, Ιανουαρίου 28, 2007

Της Σωτήρος


Δεν ξέρω γιατί αλλα κάθε χρόνο τετοια μερα θυμαμαι τα παιδικα μου χρόνια.
Ισως γιατί τότε αυτή η ημερα σημαινε το τελος των διακοπων μου στην θαλασσα.Από τον Ιούλιο κατεβαινα με τον παππου και την αδελφή μου στην Μεθωνη..Η μαμα ερχόταν λίγο αργότερα ,κοντα στα τέλη του μήνα..
Ολον αυτό τον καιρό αλώνιζα στην παραλία ,κολυμπουσα στην πανέμορφη θαλασσα ,εφτιαχνα καστρα με την ψιλή της άμμο ,προσπαθώντας ν’αντιγραψω το φρούριο που στεκόταν από πάνω μου ,τρύπωνα στο καρνάγιο για να χαζεψω και να μυρίσω τις τράτες που μοσχοβόλαγαν λαδομπογιά ,καθώς ετοιμάζονταν απ΄τους καπεταναίους για το επόμενο φούντο.
Και τ’απογεύματα βόλτα στα συγγενικα σπίτια.
Τα’παιρνα όλα με την σειρά και κατέληγα στο κάστρο ή στο ηλιοδύσιο να χαζέψω το ηλιοβασίλεμα.
Αυτή η μερα λοιπόν ηταν πάντα η τελευταία των διακοπων μου στη Μεθώνη.
Την επόμενη πα ξεκιναγαμε οικογενειακώς για το χωριό ,στο χτήμα του παππου ,
μιας και οι σταφίδες είχαν ωριμάσει κι αρχιναγε ο τρύγος.
Ηταν συνηθεια τότε όλοι να ξεκινούν τον τρύγο "της αγια σωτήρος την άλλη μέρα" Ετσι απαντούσαν όλοι ,αν τους ρωταγες ποτε θα τρυγήσουν ή πότε τρύγησαν.
Πάντα είχα την απορία γιατί όλοι διάλεγαν αυτήν την ημερα .
Σήμερα πήρα την απάντηση ,όταν βρέθηκα σε μια εκκλησία κι ειδα τον παππα να ευλογεί σταφύλια και να τα μοιράζουν στο τέλος στους πιστούς..
Ετσι λεει γίνεται πάντα κάθε τετοια μερα στις εκκλησίες..
Κάθε τέτοια μερα λοιπόν ξύπναγα απ’τα χαραματα.
Ημουν χαρούμενη και γεμάτη ανυπομονησία γιατί θα φόραγα το καλό μου φουστανι και τα καλα μου παπουτσια.
Θα πηγαιναμε στην Aγια Σωτήρα.




Στο μικρό εκκλησάκι στο κάστρο.
Μεγάλη γιορτη για το χωριό .
Γιορταζε το εκκλησάκι του κάστρου.
Ολο το χωριό ήταν εκεί.
Κανενας δεν εβγαινε για ψαρεμα αυτην την μερα .
Και κανενας επίσης δεν κολυμπουσε .
Ηταν λεει αμαρτία..Ακόμα δεν ξέρω γιατί.
Η μανα μου για να με τρομαξει και να σταματησω την γκρινια, που θαχανα το τελευταιο μου μπανιο , έλεγε για τον γιό μιας μεθωναιας ,που παρακουσε την εντολή και μπηκε στην θαλασσα της αγια σωτηρος.
Πνιγμενο τον βρηκαν την άλλη μερα κι ας ηταν ο καλυτερος ψαράς και βουτηχτής.
Εκανα την αναγκη λοιπον φιλοτιμια και περιοριζόμουνα στην χαρα που θα μου δινε η επίσκεψη στο κάστρο.
Πηγαινα κι άλλες φορές ,μα εκεινη την ημερα ήταν αλλιως.
Το κάστρο γέμιζε κόσμο που μετα την εκκλησία ξεχυνόταν κανοντας βόλτες στις πολεμίστρες και στο μπουρτζι.





Στολιζόμουν λοιπόν με ότι καινούργιο είχα για εκείνο το καλοκαιρι .
Από τον Ιουνιο είχα ράψει στην μοδίστρα το καλό μου φόρεμα ,είχα αγοράσει τα παπουτσια από του Σίμι ή απ’τον Μουγερ και το καπέλο με τα κερασάκια απ’το Πτι Πουλ.
Πρωτη φορά θα τα φορουσα της αγια Σωτήρος .
Μεχρι τοτε επρεπε να μεινουν φυλαγμενα για να μην τα χαλασω .ασε που δεν μου χρειαζονταν κι ολας μιας και ολη τημ μερα τρυγύρναγα στην θαλασσα.
Η επόμενη που θα τα φορούσα ηταν το δεξαπεντάυγουστο,όταν θα πηγαίναμε στο εκκλησάκι της Παναγίτσας.στο χωριό.
Από κει και μετα ήμουν ελέυθερη να τα φορέσω τις Κυριακές το πρωι στον Αγιωργη και σ’ όλες τις καθημερινες απογευματινες επισκεψεις στα σπίτια συγγενών και φιλων του χωριου.
Ξεκινούσαμε λοιπόν οικογενειακως ,ντυμένοι όλοι μα τα καλυτερα μας για το κάστρο.
Η αληθειαα ειναι πως βαριόμουν αφόρητα την λειτουργία μιας και δεν καταλαβαινα τίποτυα απ’όσα έλεγαν ο παππας και οι ψαλταδες.
Ετσι λίγο μετα προφασιζόμουν πως ζεσταίνομαι ή πως μ’ενοχλει το λιβανι κι εβγαινα εξω .
Η μανα μου αφού στην αρχη δεν μ’άφηνε να φύγω ,στο τέλος υποχωρούσε αφού έσκυβε και με συμβουλευε ψυθιριστα να κάτσω κοντα στην εκκλησία, μην πάω και πέσω στο πηγαδι του κάστρου ,εκεί που οι τούρκοι έριχναν τους σφαγμενους μεθωναίους.
Σιγά μην την άκουγα.Εγω ευρισκα ευκαιρία να τριγυρισω στο κάστρο.



Χαζευα την στηλη του Μοροζίνι ,θαύμαζα τις πολεμίστρες και φανταζόμουν δεκάδες αρματωμένους στρατιώτες να πολεμούν τους κουρσάρους που πολιορκούσαν το κάστρο κι έσκυβα μέσα στο τεράστιο πέτρινο πηγάδι μπας και δω κανενα σκελετό από τους πνιγμένους μεθωναίους ή ακουσω τίποτα φωνές απ΄τα βάθη του πηγαδιού ,από κανέναν που τον έριξαν ζωντανό.
Το δυνατό χτύπημα της καμπάνας που σημαινε το τέλος της λειτουργίας με ξύπναγε ξαφνικά κι ετρεχα έξω απ΄την εκκλησία να περιμενω την μανα μου και τον παππου
Αυτή ευχαριστημένη που την είχα ακουσει και την περιμενα εκεί υπομονετικά μου αγόραζε παστέλι ,όπως μου είχε υποσχεθεί αν την ακούσω κι είμαι καλό κορίτσι.
Εξω απ΄την εκκλησία οι παστελάδες έστηναν τα ξύλινα τραπεζάκια τους κι άπλωναν τα τρυφερά μυρωδάτα παστελια.
Εμεις πηγαίναμε πάντα στον ίδιο,ειχε λέι το καλύτερο παστελι.
Ηταν φίλος του παππου.
Ειχαν πολεμησει μαζί στον α΄παγκόσμιο κι ηταν μαζί στην μάχη του Εσκί Σεχίρ και στο Σαγγαριο.
Δεν ξέρω αν είχε πράγματι το καλύτερο παστελι η ο παππου τον προτιμούσε σαν χρέος στον συμπολεμιστη του ,που καταφεραν κάποτε να γυρίσουν ζωντανοί απ’την κόλαση της Μικρασιατικής καταστροφής ,αλλα με σκυμένο κεφάλι, όπως έλεγε ,για το χαμένο όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας.
Ακόμα θυμαμαι την φυσιογνωμία του.
Ψηλός,ξερακιανός και μαυριδερός.Μ’ένα λεπτό άσπρο μουστάκι όρθιος και πάντα χαμογελαστός πίσω απ’τον πάγκο του.
Αφού τέλειωναν οι χεραιτούρες με τον συμπολεμιστη διαλεγαμε τα παστελια μας.Πάνω στα τραπεζάκια ήταν απλωμενο ακοπο το παστελι.Λίγες λουριδες ηταν μονο κομμενες κι αυτό για να μην ξεραίνεται μεχρι να το πάρει ο πελάτης.
Επαιρνε λοιπόν ο παστελάς μια λωρίδα κομμενου παστελιου κι εκοβε σε ρόμβους όσα κομμάτια του ζητούσες.
Είχε διπλα και έτοιμα μικρά κομμάτια λαδοκολα για να το πιανεις να μην λερωνεσαι απ΄τα μελια.
Αφού λοιπόν τρώγαμε τα παστέλια ,ευχόμαστε στον συμπολεμιστή και του χρόνου ναμαστε παλι καλα και τον αποχαιρετούσαμε.
Τότε άρχιζε το καλύτερό μου.
Ηταν η ωρα που άρχιζε η περιήγηση στο κάστρο.
Κάθε χρόνο γινόταν αυτό ,
μα κάθε φορά χαιρόμουν σαν να ‘ταν η πρωτη φορά.
Ξεκινάγαμε μεγάλη παρέα με ντόπιους θείους και ξαδέλφια.
Αρχηγόςε ήταν ο ξάδελφός μου ο Ζαχαρίας ,αρκετά μεγαλύτερος από μένα,που ήξερε το κάστρο μέχρι την τελευταία του πέτρα.
Αυτός μας οδηγούσε και μας εξηγούσε τι είναι κάθε τι που βλέπαμε.
Ας τα’χε πει και πέρυσι και πρόπερσι…
Σαν τέλειος οικοδεσπότης ,γιατί έτσι ενοιωθε,έπρεπε να μας εξηγησει με κάθε λεπτομερεια τι βλέπαμε και τι έκαναν εκεί οι ενετοι,οι τουρκοι , οι γερμανοί και οι μεθωναίοι.
Ακόμα δεν ξέρω αν όλα αυτά ήταν αληθειες που είχε ακούσει να τις λένε οι γεροντότεροι μεθωναίοι ή είχε οργιώδη φαντασία και τα’βγαζε απ΄το κεφαλι του .
Όπως και ναναι δεν το εψαξα ποτε γιατι αν ανακάλυπτα πως δεν ηταν αληθειες. θα γκρεμίζονταν τόσες όμορφες εικόνες που ειχα φτιαξει κι εγω με την παιδική μου φαντασία.
Ολη η μαγεία ,οι μύθοι κι οι θρύλοι του κάστρου θα πήγαιναν περίπατο.
Ακόμα και σήμερα όταν πηγαίνω στο κάστρο βλέπω μπροστά μου αυτές τις παιδικές μου εικόνες.


Στην αρχή περιδιαβαίναμε στην σειρά τις πολεμίστρες .
Από κει ψηλά εβλεπες όλο το λιμάνι της Μεθώνης και την θάλασσα μεχρι την Σαπιέντζα , την Σχίζα ακόμα και μέχρι την Σφακτηρία.
Εκεί λοιπόν μεσα σ’άυτό το θαλάσσιο στενό έβλεπα κόκκινα κουρσάρικα καράβια να πλησιάζουν απειλητικά ανεμίζοντας τις σημαίες τους με τις νεκροκεφαλές.Αγριωποί κουρσάροι με μαύρα μαντηλια στο κεφάλι άλλοι ανεβασμένοι πάνω στα κατάρτια να κατασκοπεύουν τους οχυρωμένους πολεμιστες κι άλλοι δίπλα στα μεγάλα τους κανόνια έτοιμοι ν’ανάψουν το φυτίλι……
Μετά ανεβαίναμε στην ταράτσα της βασίλισσας





Μια σειρά στενά φαγωμένα απ΄τον καιρό σκολαπάτια οδηγούσαν σε μια ταράτσα που την έλεγαν λέει έτσι γιατί εκει λέει εβγαινε η βασίλισσατου κάστρου με τις πριγκιπισσες να κάνει την βόλτα της αγναντευοντας το πέλαγος.
Και πραγματικά η θέα από κει ηταν φανταστική .
Ολο το Ιόνιο στα πόδια σου.
Ως άλλη Ιζαμπώ έκανα το γύρο της ταράτσας ντυμένη τάχα με ένα γαλαζιο μακρύ πλούσιο φόρεμα ,φτιαγμένο με τα καλύτερα βελούδα και τις δαντέλες ,που είχαν φέρει πραματευτάδες απ΄την Βενετία
Πολύτιμες πέτρες φερμένες απ’τα βάθη της Ανατολής στόλιζαν το φόρεμά μου κι ένα ψηλό μυτερό γαλάζιο καπέλο στολισμένο κι αυτό με λευκές δαντέλες και πολύτιμες πέτρες ισορροπούσε στο κεφάλι μου.
Πίσω μου πριγκίπισσες ντυμένες κι αυτές με πολυτιμα φορέματα σε διάφορα χρώματα και ψηλά μυτερά καπέλα μ’ακολουθούσαν στην βόλτα στην ταράτσα.Υπηρέτες με μαύρες χρυσοστόλιστες στολές και καπέλα με ψηλά άσπρα φτερά περίμεναν ασάλευτοι στις πολεμίστρες της ταρατσας, έτοιμοι να εκτελέσουν τις διαταγές μου.
Προσεχε μην πας στην άκρη και πέσεις !!!
φώναζε ξαφνικά η μανα μου ,με τράβαγε απ΄το χέρι ,ξύπναγα και διαλυόταν το όνειρο.
Μικρές πολύχρωμες σαπουνόφουσκες απλώνονταν ψηλά στον αέρα.έφευγαν προς την θάλασσα και διαλύονταν στα βράχια ανακατεμένες με τους αφρούς των κυμάτων…..
Η βόλτα τώρα συνεχιζόταν τώρα προς το μπούρτζι.

Πέτρινες πύλες με βαριές σιδερένιες πόρτες οδηγούσαν στην πίσω μεριά του κάστρου.Μέσα από σκοτεινές σήραγγες πέρναμε το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε εκεί .

Στην διαδρομή τρόμαζα κάθε φορά με τις «φόσες» .Σκοτεινές κρύπτες μέσα στα τείχη του κάστρου ,που κλείδωναν εκεί τους αιχμαλωτους …

έτσι τουλάχιστον έλεγε ο Ζαχαρίας.!!!

Κάθε φορά που πέρναγα μπροστά από μια «φόσα» έτρεμα μην δώ εκείνον τον μαυριδερό αναμαλλιασμένο άντρα, με το βρώμικο πρόσωπο και τα σχισμένα ρούχα να κρέμονται στο άσαρκο κορμί του ,να στέκει εκεί πίσω απ΄τα κάγκελά του κελιού του περιμένοντας πότε θα τον εκτελέσουν.

Μα σε λίγο το φως του ήλιου έμπαινε απ’την ψηλή πύλη και βρισκόμαστε έξω απ’τα τείχη στην γέφυρα που πάει στο μπρουρτζι.


Τότε η μακριά πέτρινη ,τοξωτή γέφυρα είχε φαγωθεί σε κάποια σημεία απ’τα αφρισμένα κύματα που την χτυπάνε όλο τον καιρό κι έπρεπε να περάσουμε πηδώντας πέτρες και βράχια για να φτάσουμε στο μπούρτζι.

Σήμερα πια έχει αποκατασταθει όλη η γεφυρα κι είναι χαρα θεού να την διασχίζεις ανάμεσα στα κύματα που την χτυπάνε αδιάκοπα.







Στο μπούρτζι μπαίναμε απ΄την πλαινή του πόρτα κι ανεβαίναμε ως απάνω την κορυφή του από μια στενή σκοτεινη και φαγωμένη πέτρινη σκαλα..

Κανόνια σκουριασμένα απ’τον καιρό στημένα στις πολεμίστρες έτοιμα να χτυπήσουν τον στόλο του Ιμπραήμ που ερχόταν απ’τα βάθη του ορίζοντα ,γεμάτα μεματωβαμένους τούρκους .

Οι χατζάρες τους έσκιζαν τον αέρα κι όρμαγαν να κάψουν τον Μωριά......

Ενα δέος με κυρίευε κάθε φορά που βρισκόμουν εκεί.
Θες οι άγριες εικόνες που έφτιαχνε το μυαλό μου ,θες τ'αγρια κύματα που λυσσομάναγαν πάντα πάνω στα βράχια , στο μπουρτζι δεν έμενα ποτέ πολύ.
Είχα ακούσει τόσες φοβερές ιστορίες για βασανισμούς κι εκτελέσεις κι ένοιωθα πάντα βαριά την ατμόσφαιρα εκεί.
Σαν ένα τεράστιο σκούρο πέπλο να σκέπαζε το μπούρτζι.
Κι ας έλαμπε ο ήλιος ντάλα του καλοκαιριού
Κι εκείνες οι τεράστιες γκριζόμαυρες πέτρες του λες κι ήταν βουτηγμένες στο αίμα .
Αίμα που με το χρόνο έχασε το χρώμα του ,στέγνωσε πια ,κοκκάλωσε και τις έβαψε γκίζες και μαύρες.



Είχε φτάσει πια μεσημέρι όταν τελειωνε η βόλτα.
Ο ένας πίσω απ΄τον άλλο πέρναμε το μονοπάτι για την επιστροφή.
Τα πόδια μου είχαν γεμίσει πια χώματα και μικρά κόκκινα σημάδια απ'ταγριάγκαθα .
Τα κατάλευκα παπούτσια είχαν χάσει την λάμψη τους και το κολαριστό μου φόρεμα κρεμόταν τώρα πάνω μου ζαρωμένο κι αξιολύπητο.
Μα δεν μένοιαζε τίποτα πια απ'όλα αυτά.
Μια θεία έκσταση με πλημμύριζε ,η ίδια που χρόνια τώρα με πλημμυρίζει κάθε φορά που αντικρύζω κάστρο και περιδιαβαίνω μέσα στα μονοπάτια του .
Η μαύρη βαριά σιδερένια καλκελόπορτα της πύλης έκλεινε πίσω μας κι απ'την τοξωτή πέτρινη γέφυρα της τάφρου αφήναμε το κάστρο.



Πάντα όταν έφτανα στην άκρη της γέφυρας γύριζα πίσω το κεφάλι.
Ηθελα να κρατήσω εκείνη την εικόνα.
Τους πανύψηλους πέτρινους τοίχους ,την τεράστια πύλη με την μαύρη καγκελόπορτα και το σμιλεμένο πάνω στην πέτρα θυρεό.
Εκείνα τα δυό αγρια λιοντάρια δεξιά κι αριστερά απ'τη βασιλική κορώνας.



Εφευγα πρός τα πρώτα σπίτια του χωριού κι όλη η μαγεία κι η έκσταση εξαμτιζότανε μεμιάς.Τώρα ερχόταν η πιό δύσκολη ώρα μου.
Της Σωτήρος όλη η Μεθώνη μύριζε ψαρίλα..
Δεν υπάρχει σπίτι που εκείνη την ημέρα ,ακόμα και σήμερα να μην μαγειρεύει ψάρι
Καθώς τότε όλοι οι μεθωναίοι ασχολούνταν με την θάλασσα ,τα ψάρια ήταν πάντα στο τραπέζι και στο πιάτο τους.
Θυμάμαι τις ιστορίες της γιαγιάς και πως τις παραμονές της Σωτήρος ο πατέρας της
-μεγάλος καπετάνιος και ψαράς-
έβγαινε πάντα με το καικι του για ψάρεμα.
Οχι για να πιάσει οποιοαδήποτε ψάρια αλλα για να πιάσει κανα ψάρι καλό και μεγάλο "για της Αγια Σωτήρος ανήμερα΄" ,όπως έλεγε.
Στα πόδια του κάστρου τα πρώτα σπίτια του χωριού κι όλα σχεδόν των συγγενών της γιαγιάς.
Αδέλφια ,ξαδέλφια ,θείοι κι ανήψια όλοι οικογένειες ψαράδων


Αρχίζαμε λοιπόν τις επισκέψεις ,από τονα σπίτι στο άλλο για να τους δούμε και να τους χαιρετίσουμε όλους τέτοια μεγάλη κι επίσημη ημέρα.
Με το που έφτανες στην αυλή σε βάραγαν οι μυρωδιές.
Κάτι οι μπόγοιι απ'τα δίχτυα που στέγνωναν στις αυλές,
κάτι οι ψαροκασέλες που στοιβάζονταν στις μάντρες
κάτι οι ψαρόσουπες που βράζανε στις κατσαρόλες
ένα σύννεφο ψαρίλας σε τριγύριζε



Αφού τελειώναμε με τις χαιρετούρες ,τα χρόνια πολλά και τα και του χρόνου ν΄άμαστε καλά άρχιζε για μένα ο εφιάλτης.
Χιλιάδες λέπια ένοιωθα να φυτρώνουν πάνω μου και τα γελαστά πρόσωπα των θείων ,γιαγιάδων και παπούδων έμοιαζαν τώρα τρομαχτικά στόματα γιγάντιων ψαριών ,έτοιμα να με κατασπαραξουν.
Ενα τεράστιο κουτάλι γεμάτο μ'ενα απαίσιο υπόλευκο υγρό με πλησίαζε αργά ...απειλητικά έτοιμο να στάξει το φοβερό του δηλητήριο στο στόμα μου.
Σφράγιζα τα χείλια μου δυνατά κι έκλεινα τα μάτια΄όσο πιο σφιχτά μπορούσα.
Εφιαλτικοί ήχοι άρχιζαν να σφυρίζουν στ΄'αυτιά μου....
"Να φάει μια σουπίτσα και φρέσκο ψαράκι το παιδί....να δυναμώσει! "

Καλά χάθηκε ένα παγωτό....μια σοκολάτα....έστω ένα λουκουμάκι...?
Τι μανία αυτοί οι άνθρωποι να θέλουν να με κεράσουν κάθε χρόνο τέτοια μέρα ψαρόσουπα?
Γύριζα απότομα ,έσκυβα κάτω απ'το τεράστιο κουτάλι με το φοβερό δηλητήριο κι έτρεχα έξω απ΄την μάντρα στο δρόμο.
Ηξερα πως όταν γυρίζαμε στο σπίτι θα τ'ακουγα για τα καλά .
Για το πόσο κακό παιδί ήμουν....πόσο πρόσβαλλα την θεία....που έκανα ρεζίλι τον παπού...και στο κάτω -κάτω που θα ξανάβρισκα τόσο φρέσκο ψάρι στην Αθήνα.?Προτιμούσα μέχρι κι αλύπητο ξύλο να φάω ,έστω και σε μια "φόσα" του κάστρου να με κλείσουν όλη την νύχτα παρά να δοκιμάσω τις φοβερές τους ψαρόσουπες.

Από τότε άλλαξαν πολλά....
Το ψάρεμα έχει γίνει η μεγαλύτερη χαρά κι απόλαυσή μου .....
Τα ψάρια κι οι ψαρόσουπες απ' τα καλύτερά μου ...

Ενα μόνο δεν άλλαξε.
Της Αγια Σωτήρος ποτέ δεν τρώω ψάρι.
Πάντα κρέας μαγειρεύω!