Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2007

Αθήνα- Σεπτέμβρης του ’57


Aθήνα- Σεπτέμβρης του ’57.
Σε μια απο τις καινούργιες συνοικίες ,ξέρετε αυτές που άρχισαν εκείνη την εποχή να ξεφυτρώνουν γύρω-γύρω από την πόλη και να σχηματίζονται σαν πάζλ καμωμένο από τα κομμάτια των ονείρων των χωριατόπαιδων –εσωτερικούς μετανάστες τους λέμε τώρα-που έφταναν στην πόλη σωρηδόν, αφού είχαν ξεπουλήσει τα λιγοστά υπάρχοντά τους από φως, ήλιο, πέτρα και θάλασσα, μιας και δεν είχαν και τίποτα άλλο να ξεπουλήσουν, εκεί λοιπόν γεννήθηκα κι εγώ από γονιούς που είχαν ερωτευθεί με την πρώτη ματιά,ένα ζεστό μεσημέρι του ’45 στο Ζάππειο


Εκείνος μόλις είχε έρθει στην Αθήνα από το χωριό να ψάξει να βρεί την τύχη του -και μάλλον την βρήκε- κι εκείνη ψυχοκόρη από μωρό παιδί στο σπίτι κάποιων πλούσιων θειων της στο Παγκράτι .
Αυτός λοιπόν ο κεραυνοβόλος έρωτας τους οδήγησε δυο χρόνια μετά στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία και την αγάπη τους συμπλήρωσε πάλι δυο χρόνια μετά η αδελφή μου.
Δε βαριέσαι …είπαν, έχει ο θεός…..το επόμενο παιδάκι μας θα είναι αγοράκι,έτσι για να μην λένε στο χωριό ότι κάνουμε μόνο κορίτσια και να διασωθεί και τ’όνομα της οικογένειας βρε αδερφέ!! (αλλοίμονο, τέτοιος οίκος ευγενών…,χωρίς διάδοχο?)
Τα χρόνια πέρασαν ,το ζευγάρι ειχε σηκώσει για τα καλά τα μανίκια , είχε σφίξει για τα καλά το όνειρο μέσα στα δόντια και πάλευε να το κατακτήσει στα εργοστάσια του Ρέντη και του Βοτανικού χωρίς να σηκώνει κεφάλι.
Τόσο που οκτώ χρόνια μετά θυμήθηκαν ότι έχουν κι άλλη υποχρέωση …….
Καλέ ?….Τον Διάδοχο καλέ !!!
Εν τω μεταξύ κάτι είχαν καταφέρει….Κάτι τα λεφτουδάκια που έβαζαν κάθε μήνα στην άκρη απ’ το μεροκάματο, κάτι εκείνο το αμπελάκι ,που είχε ο πατέρας στο χωριό, εκεί κάτω προς την θάλασσα ….-«πούλα το ρε πατέρα να μας βοηθήσεις» είπε εκείνος , «τι να το κάνεις ? για αμπέλια και σταφίδες είμαστε τώρα?»-το πούλησε ο πατέρας κι έστειλε τα λεφτά στην Αθήνα –αγοράστηκε το οικοπεδάκι στην Ηλιούπολη.
Βέβαια , τώρα , όταν πηγαίνουν στο χωριό ,πάντα περνάνε κι απ’το αμπελάκι,για να θαυμάσουν πόσο αξιοποίησε ο τουρισμός την περιοχή!!
-Τς.τς.τς…βρέ παιδί μου! Φανταζόσουν ποτέ ότι θα ‘περνε τόση αξία?
Αλλά δεν βαριέσαι ….καλά που δεν τα πουλήσαμε όλα! Δόξα σοι ο θεός !!
Μιά χαρά είμαστε…..
Αγοράστηκε λοιπόν το οικοπεδάκι
Ε ! τώρα που έγινε η αρχή ,ποιος μας πιάνει ! είπαν. Και σε λίγο καιρό πίσω από δυό δωματιάκια σκεπασμένα με τσίγκους άρχισε ν’ αχνοφέγγει τ’ όνειρο!
Εκείνοι οι πλούσιοι θείοι απ’το Παγκράτι βοήθησαν με τις γνωριμίες τους με υπουργούς και καθηγητάδες πανεπιστημίων και λίγο καιρό μετά εκείνος βρέθηκε δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Γεωργίας. Τώρα πιά που έχουμε και μόνιμη δουλειά -είπαν- έχει έρθει η ώρα και για τον διάδοχο!
Ηρθε και ο πατέρας και η μάννα απ’ το χωριό, πρόσθεσαν κι ένα δωμάτιο ακόμα για τους γέρους, να τους έχουν κοντά- τι να κάνουν πιά μόνοι κι αυτοί στο χωριό? -να βοηθάει κι η μάννα στις δουλειές, γιατί η γυναίκα πως να τα καταφέρει όλα μόνη , δουλειά, σπίτι, παιδί , εγκυμοσύνη!
Κι ένα πρωί ,ήταν εκεί κοντά στις μέρες της, αλλά δούλευε ακόμα,(τότε δεν προβλεπόταν βλέπεις άδεια εγκυμοσύνης) ξεκίνησαν όπως κάθε μέρα μαζί για την δουλειά.
Δεν θα’χαν περάσει κανα δυό ώρες που χε πιάσει δουλειά, τον φώναξαν στο τηλέφωνο…. -Ελα!! .....από το Ελενας...... σε ζητάνε ….γέννησε η γυναίκα σου …να σας ζήσει!!!

Αθήνα Σεπτέμβρης του ’57.
Όπως, πολύ καλά θα καταλάβατε, είχε φθάσει η πολυπόθητη στιγμή, που τα γαλάζια κορδελάκια του διαδόχου θα’μπαιναν δίπλα στα ροζ ,έτσι για να ‘ρθει και να δέσει τ’ονειρο. Αυτή η στιγμή που με κυνήγαγε μέχρι τα 18 μου χρόνια- γιατί αλλίμονο…….τα κορδελάκια ……..βάφτηκαν και πάλι ροζ.
Ηταν η στιγμή που έφθασα στο μάταιο τούτο κόσμο με την μορφή ενός μαλλιαρού, μαυριδερού και κλαψιάρικου μωρού για να τον oμορφήνω με την σπάνια παρουσία μου!
Μαύρη μαυρίλα (σαν του μωρού) πλάκωσε το σπίτι, που τώρα είχε και πλάκα από πάνω –μην στάζουν οι τσίγκοι πάνω στο μωρό και μια κλειστή ηλιόλουστη βεράντα να παίζει ο επερχόμενος κανακάρης .
Ουυυυιιιιιιί !!!...Συφορά μας ………. έσκουζε η γιαγιά σταυρώνοντας τα χέρια κι υψώνοντάς τα στον ουρανό σαν σε ικεσία προς τους θεούς. Ούτε στο μεγάλο σεισμό του ‘56 ,που έπεσε το μισό της σπίτι δεν έκανε έτσι!!
-Πάλι τσούπα μας έκανε?
Κι άλλα φουστάνια στο σπίτι?....κι ανέμιζε την μακριά μαύρη φούστα της σε ένδειξη απόγνωσης
-Αντε βρε Χαραλάμπη………,έλεγε στον άντρα της ,κουνώντας τώρα το κεφάλι πέρα –δώθε, σαν εκκρεμές–πάλι δεν θα σου βγεί τ’όνομα καψερεεεεεέ- !!
(……..το δικό της όμως ήδη έίχε βγεί με το πρώτο κοριτσάκι)
Ούτε η κόρη σου ,ούτε ο γιός σου σ’ αξιώσανε σε σερνικό αγγόνι καημένεεεέ....
(τώρα τα’βαλε και με την κόρη!)
Ο Χαραλάμπης –άνθρωπος καλοσυνάτος κι ανοιχτόμυαλος – έστριβε με αμηχανία το τσιγκελωτό του μουστάκι, βηματίζοντας πάνω-κάτω στην μεγάλη κουζίνα , μην ξέροντας πως ν’ αντιδράσει στην υστερία της γιαγιάς.
-Σώπαινε καημένη!....Εβαλε,τέλος τις φωνές
-Πως κάνεις έτσι?....Παιδί του θεού είναι κι αυτό !
-Δε λές που βγήκε γερό έτσι σκληρά που δούλευε η μάννα του μέχρι την τελευταία ώρα…
Και στο τέλος εξαπόλυσε και το τελευταίο του επιχείρημα..
-Στο κάτω-κάτω νέοι είν’ακόμα –θα κάμουνε κι άλλο…..
Αυτό το τελευταίο της άρεσε της γιαγιάς ,σταμάτησε να κουνάει το κεφάλι της πέρα-δώθε ,σκέφτηκε λίγο τα λόγια του γέρου της και κάπως ηρέμησε , όταν φαντάστηκε την νύφη της πάλι έγκυο ,να περιμένει και τρίτο παιδί..
Δεν μπορεί –είπε μέσα της – στο τρίτο πιά θα βγάλει το Χαραλάμπη.. Να βουλώσουμε και τα στόματα του χωριού!
Κι έτσι ξεφυσώντας σηκώθηκε να συνεχίσει τις δουλειές της ,ανακουφισμένη κάπως απ’αυτό το νεώτερο ενδεχόμενο, ενώ ο παππούς, ανακουφισμένος κι αυτός, που αυτή η τελευταία του βολή έπιασε τόπο ,βγήκε στην βεράντα να στρίψει ένα τσιγάρο.
Δε βαριέσαι καημένε! –είπε μέσα του –σκασίλα μου! Κι αν δεν βγάλουν Χαραλάμπη ,θα βγάλουν Χαραλαμπία, πάλι θα μου ‘χει βγει τ΄όνομα- και φύσηξε ψηλά τον καπνό του τσιγάρου του χαμογελώντας ευτυχισμένος, που βρήκε τη λύση.
Η μητέρα είχε αρχίσει να συνέρχεται απ’την ταλαιπωρία της γέννας και να συνειδητοποιεί σιγά-σιγά, τι είχε συμβεί! Βλέπεις δεν είναι όπως σήμερα που απ’τις πρώτες βδομάδες μαθαίνει κανείς το φύλο του παιδιού!Κι αυτή η καημένη ήλπιζε ότι θα καταφέρει να κάνει ένα γιό για να τους ευχαριστήσει όλους. Τον άντρα , την πεθερά, τον πεθερό.
Τώρα….μ’αυτό την κεραμίδα που της ήρθε στο κεφάλι, ένοιωθε άχρηστη κι ανίκανη ,μιας και η επιστήμη δεν είχε αποδείξει ακόμη ότι το φύλο του παιδιού καθορίζεται από τα χρωματοσώματα του σπερματοζωαρίου -όχι βέβαια και ότι θα το γνώριζε αν είχε αποδειχτεί από τότε!
Και ξαφνικά ….ένα δυνατό τσιριχτό κλάμα τάραξε την ησυχία του θαλάμου ,τίναξε απότομα και τους δυό έξω απ’τις σκέψεις τους και έδωσε το τόνο σε μια συναυλία ,όπου τα ξεκούρντιστα όργανα έμπαιναν ένα-ένα για να καταλήξουν σ’ενα κρεσέντο παραπονιάρικων μωρουδιστικων κλαθμών.
Τι έχει τώρα? ρώτησε τρομαγμένος ο πατέρας
Θα πεινάει πάλι, δεν χορταίνει με τίποτα απάντησε χαμογελώντας η μητέρα και πήρε το μωρό στην αγκαλιά της να το θηλάσει
Σ’ένα λεπτό το μαυριδερό πραγματάκι είχε ησυχάσει ,γύρισε προς το μέρος του πατέρα και δυό τεράστια μάτια καρφώθηκαν επάνω του !
-Βρε για κοίταξέ το τι μεγάλα μάτια που έχει !Τα δικά μου μάτια πήρε !
είπε ο πατέρας κι αμέσως μαλάκωσε το πρόσωπό του κι έσκυψε τρυφερά πάνω απ’ το μωρό.
Σαν να μου μοιάζει ! είπε πάλι, χαμογέλασε δειλά κι άρχισε να βλέπει τώρα με άλλο μάτι το μωρό.
Το βράδυ που γύρισε στο σπίτι δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τον πατέρα και την μάννα του .Σ’όλη την διαδρομή στο λεωφορείο αυτό σκεπτόταν. Ούτε λίγα γλυκά δεν σκέφτηκε ν’ αγοράσει –για κεράσματα είμαστε τώρα !
Όταν έφτασε στο σπίτι βρήκε την μάννα του να μπαλώνει κάτι κάλτσες και τον πατέρα να παίζει με το άλλο το μικρό.
Ελα πατέρα…,μάννα …να μας ζήσει! είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει και να δείξει ευτυχισμένος.
Εεε …παιδάκι μου ,αφού έτσι ήθελε ο θεός …είπε η γιαγιά κατεβάζοντας το κεφάλι κα σταυρώνοντας τα χέρια
-Δεν πειράζει …πετάχτηκε ο παππούς ,για να προλάβει δυσάρεστη επέκταση της συζήτησης και να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Γερή να είναι η ……Χαραλαμπία !
Κι έτσι ,μιας και δεν γεννήθηκα αγόρι ,κουβαλάω 47 χρόνια τώρα ένα «αντρικό » όνομα ,που ντρέπομαι να το πω ολόκληρο και έτσι το περιόρισα στο Χαρά !(sic)
-Ουφ….καλύτερα ! φαντάζεστε να με φώναζαν Χαραλάμπη ή Μπάμπη?
(Αθηνα 2004-από ανάρτηση στο ΅άνευ Ειρμού και Λογικής")

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2007

Fetiche


Ηταν ένα ζευγάρι ασπρόμαυρα παπούτσια.
Γιαλιστερά .
Πολύ γιαλιστερά.
Λαμποκοπούσαν
Μετά έμαθα πως τα 'λεγαν λουστρίνια.

Ηταν γύρω-γυρω μαυρα
με μικρές μικρες τρυπίτσες
και στην μέση ένα μικρό λευκό γιαλιστερό φιογκάκι.

Στην αρχή μου τα φορούσαν κάθε που σύμβαινε κάτι σπουδαίο.
Γιορτές, γενέθλια ,επισκέψεις...

Μετά μ'αφηναν να τα φοράω συνέχεια.
Οποτε ήθελα.
Μέσα στο σπίτι, έξω στόν κήπο,πίσω στην αυλή.

Τα γιάλιζα κάθε πρωί πριν τα φορέσω με τα κοντα λευκά καλτσάκια.
Κι αν τύχαινε στο παιχνίδι και σκονίζονταν
έτρεχα στο πλυσταριό .
Ολο και κάποιο παλιόπανο της γιαγιάς
τους ξανάδινε την λάμψη τους.

Δεν ξέρω πόσος καιρός πέρασε.
Ανοιξαν στο πλάι απ'τη χρήση
κι οι άκρες των ποδιών μου πάταγαν πιά το χώμα.

Ομως εξακολουθούσαν να λάμπουν
καθώς συνέχιζα το πρωινό τους γιάλισμα.
Εμένα μ'αρεσαν.
Κι ας έχασκαν στα πλάγια .

Ηταν ένα πρωινό Κυριακής
Στο σπίτι μεγάλη αναστάτωση.
Χάρτινες κούτες και σακούλες πίσω στην αυλή.
Η μάνα είχε ανοίξει πατάρια και ντουλάπες ,
διάλεγε πράγματα ,
άλλα έβαζε από δω ,άλλα από κει.

Αρχισα να σκαλίζω τις κούτες ,
ψάχνοντας χαμένους θησαυρούς.
Ρούχα πολύχρωμα,παλιά παπούτσια,
χαλασμένα παιχνίδια.
Μα σαν κάτι να γιάλισε εκεί κάτω στο βάθος.
Βούτηξα μέσα στην κούτα και το τράβηξα...

...ένα μικρό ασπρόμαυρο γιαλιστερό παπούτσι!!
Βούτηξα πιό βαθιά κι έψαξα γεμάτη αγωνία.
Τα παπούτσια μου!
Τα γιαλιστερά ασπρόμαυρα παπούτσια μου!!

Είχα καιρό να τα φορέσω γιατί μου εσφιγγαν τα πόδια.
Αν και είχαν ανοίξει πια τελείως στα πλαινά τους
ήταν πια τόσο στενα που πόναγαν τα μικρά μου δάχτυλα.
Μα τα είχα φυλάξει
εκεί μαζί με τ'άλλα, τα "καλά' μου

Και τωρα τα έβρισκα εδω μέσα στην τεράστιο χάρτινο κουτί,
έτοιμα να πάρουν τον δρόμο για τα σκουπίδια.

Τα 'κρυψα στην αγκαλιά μου
κι έτρεξα να τα φυλάξω.

Ενα τεράστιο χέρι απλώθηκε
πέρασε πάνω απ'το κεφάλι μου
και μου τα άρπαξε.

Μια άγρια πάλη ξεκίνησε.
Πάλευα με νύχια και με δόντια να τα πάρω
ξανα στην αγκαλιά μου.
Ουρλιαχτα ,κλάματα, φωνές.

Μα δεν σου κάνουν πιά παιδί μου.
Τι τα θέλεις ?
Πως κάνεις έτσι .
Είναι και σκισμένα...

Μάταια προσπαθούσα να εξηγήσω πόσο τ'άγαπούσα ,
πόσο τα ήθελα ..κι ας ήταν σκισμένα
Η πάλη συνεχίστηκε μέχρι τη στιγμή
που τα είδα να εκσφενδονίζονται στον αέρα .
Εκαναν μια μεγάλη τροχιά...
πέρασαν πάνω από την ψηλή μάντρα
και εξαφανίστηκαν αναμέσα στα ξερά ψηλά χορτάρια
του διπλανού οικόπεδου.

Ενα μαχαίρι τρύπησε την καρδιά μου.
Η ψυχή μου σκίστηκε ....
σαν τα ασπρόμαυρα παπούτσια.

Ο τοίχος της μάντρας ήταν ψηλός ,
τεράστιος κι αδιάβατος για μένα .
Το διπλανό οικόπεδο ,μια ζούγκλα ,ένας άγνωστος κόσμος.
Είχα χάσει πια για πάντα τ'άγαπημένα μου
ασπρόμαυρα παπούτσια.

Οταν πολλά χρόνια μετά
κατηγόρησα την μάννα μου
γι αυτό που μου 'χε κάνει
με κοίταξε γεμάτη απορία .
Μα τι τα 'θελες?
Αυτα ήταν τα βαφτιστικά σου !!

Τώρα στην ντουλάπα μου
ανάμεσα τα παπούτσια
πάντα υπάρχει φυλαγμένο
ένα ζευγάρι μαύρα λουστρίνια...