Τρίτη, Ιανουαρίου 15, 2008

Ο Γκρέκος


Ο παπάς τον βάφτισε Γιώργο ,μα κανείς δεν το θυμόταν πια.
Μέχρι κι ο ίδιος κόντευε να το ξεχάσει.
«Γκρέκο» τον φώναζαν όλοι και του ‘χε μείνει από την κατοχή.
Ηταν η εποχή που το χωριό του είχε γεμίσει από ιταλούς.
Είχαν στρατοπεδεύσει για καιρό μέσα στο κάστρο,περιμένοντας ποιός ξέρει τι.
Συχνές περιπολίες στρατιωτών έβγαιναν μέρα και νύχτα γυρίζοντας γύρω απ’το κάστρο, στην παραλία και στο χωριό .
Με το καιρό γνωρίστηκαν με τους κατοίκους κι άρχισαν να πιάνουν κουβέντα.
Πρώτος και καλύτερος αυτός.
Επιανε γρήγορα γνωριμίες,το μάτι του άστραφτε σαν τον αστρίτι κι ήταν πρώτος στα γλέντια ,στις γυναίκες και στα πειράγματα .
Δεν άργησε να γίνει φίλος με τους ιταλούς .
Η πόρτα της αυλής του δίπλα στην πύλη του κάστρου.
Κάθε βράδυ γλέντι στήνονταν εκεί.
-Ελα μάννα...ρίξε κανα ψάρι στη φωτιά να κεράσουμε ενα κρασί τα παιδιά !

φώναζε στην μάννα του μιας και το σπίτι τους ήταν πάντα γεμάτο ψάρια από την τράτα του πατέρα.
Ιταλοί στρατιώτες άφηναν για λίγο τα όπλα ,έπιαναν τις κιθάρες και σ’ όλο το χωριό
αντηχούσαν ιταλικές κανταδες.
Αυτοί του κόλλησαν και το «Γκρέκο» .Το βρήκαν πιό εύκολο από το Γκιόργκο.
Σε λίγο κανείς στο χωριό δεν τον φωναζε πια Γιώργο.
Κι ούτε κανείς άλλος τον ξαναφώναξε ποτέ Γιώργο.

Ο πόλεμος τέλειωσε ,ο εμφύλιος ξέσπασε , η φτώχεια παράδερνε την ελλάδα μαζί και τον Γκρέκο.
Η θάλασσα δεν του πήγαινε .Δεν ήθελε να γίνει ψαράς σαν τον πατέρα και τα αδέλφια του.
Αυτός ήθελε να πιάσει τη ζωή από τα μαλλιά και να πετύχει.
Να γίνει κάτι,να γίνει σπουδαίος.
Να πιεί απ’το ποτήρι της ζωής μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Χαιρέτησε την μάννα και τ’αδέρφια του κι έφυγε για την Πάτρα.Πήρε το πρώτο καράβι για την Ιταλία.
Μετά από κανα δυό γραμματα που τους έστειλε από την ιταλία λέγοντας πως τα βρήκε δύσκολα προσπαθώντας να βρει δουλειά , χάθηκαν τα ίχνη του .
Πέρασαν δυό –τρία χρόνια χωρίς κανένα νέο του.
Με μαύρο δάκρυ έκλαιγε η μάννα του .
-Πάει ...χάθηκε ο ζουρλό-Γκρέκος ,έλεγε και κοπανιότανε.
Ζουρλό τον έλεγε πάντα.Πότε χαιδευτικά ,πότε για να τον μαλώσει.
Ητανε βλέπεις μεγάλο πειραχτήρι.Ολο φαρσες σκαρφιζότανε.Μια να πειράζει την μάννα του ,μια τον κόσμο.
Και νευρικός .Νταής και αθυρόστομος.
Αμα νευρίαζε πήγαινε η χριστοπαναγία σύννεφο.
Τσάμπα φώναζε και σταυροκοπιότανε η μάννα του.
-Βούλωστο ζουρλέ ! Θα σε κάψει ο θεός ! φώναζε.
Μα που αυτός .Ολα τα καντήλια της Αγια-Σωτήρας ήταν ικανός να κατεβάσει,
όταν νευρίαζε.
Κι όταν του πέρναγαν τα νεύρα ,πήγαινε την έπαιρνε αγκαλιά κι άρχιζε τα φιλιά και τα πειράγματα.
-Ποιός ξέρει που να’ναι ...αναριωτιότανε.
-Ποιός ξέρει σε τι μπελάδες θα ‘χει μπει.
-Αι ...τον έκαψε ο θεός .
-Η θα τονε σκοτώσανε σε κανένα καυγά ή θα τον αμπαρώσανε σε κανα μπουντρούμι.


Ο καιρός περνούσε και ίχνος του Γκρέκου πουθενά.
Η μαννα του άρχιζε πια να το παίρνει απόφαση πως ο γιός της χάθηκε εκεί στα ξένα.
Μέχρι που μια μέρα της έφεραν ένα γράμμα.
Γραμματα δεν ήξερε για να το διαβάσει ,μα της είπαν πως ήταν απ’τον Γκρέκο.
Ηταν λέει καλά,βρισκόταν στην Γερμανία, μα δεν μπορούσε να ζήσει μακριά απ’την ελλάδα ,

πως είχε παντρευτεί μια ωραία Γερμανίδα και θα γύριζε σύντομα πίσω μαζί της και για πάντα Φουρτούνα μεγαλύτερη την βρήκε τωρα την μάννα του.
-Ακούς γερμανίδα!
-Γερμανίδα θα φέρει στο χωριό και στο σπίτι μου ο ζουρλός?
-Ρεζίλι θα μας κάμει πάλι .
-Ακούς γερμανίδα.
-Ποιός ξέρει.Καμμια από δαυτες, τις παστρικιές θα ‘ναι
-Απ’το ηλιοδύσιο θα τηνε φουντάρω!
-Κι αυτόνε στο μπούρτζι θα τονε κλείσω !
Μερόνυχτα είχε να κλείσει μάτι η δόλια η μάννα του από τα καινούργια καμώματα του γιού της.
Φωναξε τον ανηψιό της που ήτανε γραμματισμένος και τον έβαλε να της γραψει γραμμα.
-Γραφτου μην τολμήσει και πατήσει το πόδι του στη Μοθώνη γιατί θα του το κόψω σύρριζα.
-Εγω,η ίδια η μάννα του πές του.
-Να πάει να χαθεί ο ζουρλός .
-Να κάτσει εφτού που είναι κι αμα θελει να ‘ρθει, να ‘ρθει μοναχός του.
-Ακους τι σου λέω? Ετσι να του γράψεις.
Δεν ξέρω αν ο ανηψιός έγραψε όσα του ‘λεγε η θειά του ή ο Γκρέκος δεν έλαβε υπ’όψη του τις φοβέρες της μάννας του.
Γεγονός είναι πως λίγους μήνες μετα, ο Γκρέκος έφτανε στην Αθήνα με μια χάρτινη βαλίτσα στο ένα χέρι και με την Χέλεν στο άλλο.
Η Χέλεν μια όμορφη ψηλή και γεροδεμένη γερμανίδα , με ξανθιά κοντά μαλλιά και καταγάλανα μάτια ξετρελάθηκε απ' τα σπιρτόζικα, κατάμαυρα μάτια του Γκρέκου ,παράτησε την οικογένειά της κι έφυγε μαζί του σε μια άγνωστη χώρα ,με μια χάρτινη βαλίτσα ,για να ζήσει το όνειρό της.
Πήραν το λεωφορείο και ξεκίνησαν για το χωριό.
Η Χελεν είχε προσπαθήσει να μάθει λίγα ελληνικά ,μα δεν καταφερνε και πολλά.
Ο Γκρέκος βάλθηκε να της τα μάθει την τελευταία ώρα.
-Πρέπει να μάθεις τα βασικά, της είπε.

-Να μάθεις πέντε κουβέντες ,τουλάχιστον να χαιρετήσεις την μάννα μου.
Κι όλο το ταξίδι η Χελεν έλεγε και ξανάλεγε τις λέξεις που έμαθε
για να ‘ναι σίγουρη ,μην τις ξεχάσει την τελευταία στιγμή και στεναχωρηθεί ο Γκρέκος , που δεν θα χαιρετήσει την μάννα του,όπως πρέπει , στα ελληνικά.
-Ηρθε ο Γκρέκος ...

-ήρθε ο Γκρέκος ...με τη γερμανίδα ...είναι στη πλατεία ...
έφτασαν τα μαντάτα στη μάννα του.
Τα μάτια της βούρκωσαν ,η καρδιά της ράγισε.
Ο Γκρέκος ...ο ζουρλός της ...το παιδί της ....ήταν πια εδώ
Αυτό την ένοιαζε μόνο.
Κι ας έφερνε και τη γερμανίδα ...φτάνει που ήταν πάλι εδω!
Σε λίγο αντίκρυζε στην πόρτα της αυλής το γιόκα της και μια ψηλή όμορφη κοπέλλα δίπλα του.Πίσω τους τσούρμο οι συγγενείς και οι γειτόνοι που μαζεύτηκαν για την υποδοχή.
Το ζευγάρι την πλησίασε ...η ματιά του Γκρέκου άστραψε σαν σαίτα κι ένα πονηρό μισό χαμόγελο αχνοφάνηκε κάτω απ’το λεπτό μουστάκι του .
Η κοπέλλα χαμογέλασε ντροπαλά ,έκανε μια μικρή υπόκλιση ,άπλωσε το χέρι και φώναξε με την βροντερή φωνή της, γεμάτη χαρά .
-Γκιάσου ποτάνα!
-Γκαμώ το κριστό σου κε γκαμώ τη παναγκία σου!
-Εγκό ποτάνα Χέλεν!!


Κεραυνός έπεσε στην αυλή
Οι συγγενείς κι οι χωριανοί έμεινα αποσβολωμένοι να κοιτάζουν μια τη μάννα . μια την Χέλεν.
Η Χελεν είχε μείνει μ’ένα μόνιμο χαμόγελο απλωμένο στο ροδαλό πρόσωπό της ,χαρούμενη που δεν ξέχασε ούτε μια λέξη κι υπερήφανη που είπε τόσο σωστα ,όσα της έμαθε ο άντρας της .
Ο Γκρέκος είχε σκύψει το κεφάλι,ταχα πως εξετάζει τις πλάκες της αυλής,για να μην φανεί το πονηρό του γέλιο και με την άκρη του ματιού του προσπαθούσε να δεί την αντίδραση στο πρόσωπο της μάννας του.
Αυτή ,μετά το πρώτο ξάφνιασμα , γύρισε και κοίταξε το γιό της.
Ηταν πια ένας άντρας .
Μα ήταν αυτό ,το ίδιο μικρό παιδί που ήξερε από πάντα.
Αυτό που σκάρωνε τις σκανταλιές και μετα καθότανε σαν παναγία κάνοντας τον ανήξερο, περιμένοντας το ξέσπασμα της φουρτούνας από τη μάννα του.
Αυτό που μετα τα μαλώματα την έπνιγε στα φιλιά, στις αγκαλιές και τις χιλιάδες γλυκόλογα.
-Ου να χαθείς ζουρλο-γκρέκο! του είπε ταχα θυμωμένα.
Ανοιξε την μεγάλη αγκαλιά της ,τους έκλεισε μέσα και τους φίλησε.
Εβγαλε από το κεφάλι το μεγάλο της άσπρο μαντήλι ,το πέρασε πίσω απ΄το λαιμό της ,
τράβηξε έτσι και τους δυό μέσα στο σπίτι κι έκλεισε πίσω της πόρτα.

Οι συγγενείς και οι χωριανοί έμειναν στην αυλή προσπαθώντας
να συνέλθουν από την έκπληξη και τα άριστα ελληνικά της γερμανίδας.



Αργότερα

Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε .
Είχε όλα τα προσόντα να του μοιάσει.
Ηταν μελαχροινός κι είχε την ίδια ηλικία.
Μαλλιά κατάμαυρα και πυκνά,φρύδια τοξοτά κι αστραυτερή ματιά.
Πήρε το μικρό γυάλινο μπουκαλάκι κι άπλωσε το διάφανο υγρό στα μαλλιά του
Τα χτένισε προσεκτικά πρός τα πίσω κι εκείνα έλαμψαν στο κίτρινο φως του γλόμπου πάνω απ’τον καθρέφτη..
Ας είναι καλά η μπριγιαντίνη ,σκέφτηκε κι άφησε το μπουκαλάκι πάνω στο γιάλινο ράφι του καθρέφτη.
Με μια μικρή
τσατσάρα ίσιωσε το λεπτό ,καμπυλωτό του μουστάκι κι έσφιξε τον κόμπο στην γραβάτα.
-Φτούσου ρε μάγκα !
Ιδιος ο Κλάρκ Γκέημπλ !

είπε στον εαυτό του , έριξε στον ώμο το σακάκι και βγήκε στον χωμάτινο δρόμο, που τον περίμενε η «κουκλάρα » του .



Ηταν μια κατάλευκη μεταχειρισμένη Vespa ,που είχε καταφέρει ν’άγοράσει μετά από πολλές οικονομίες.
Την έπλενε και την γιάλιζε κάθε μέρα και μετά την παρκάριζε κάτω απ’το παράθυρο του , έτσι για να την αισθάνεται κοντά του.
Δεν ήξερε και πολύ καλά να την οδηγεί για αυτό απεύφευγε να την πολυχρησιμοποιεί.
Στο νοσοκομείο που δούλευε σαν μάγειρας πήγαινε κι ερχότανε με το λεωφορείο.
Μόνο καμιά φορά ,όταν ταίριαζαν οι βάρδιες του με τις βάρδιες της Ελένης ,που δούλευε κι αυτή εκεί νοσοκόμα , την έβαζε από πίσω και πήγαιναν παρέα.
Μα πιό πολύ την ήθελε για τις βόλτες.
Να βάζει πίσω την Ελένη και να την πηγαίνει .
Πότε μονοι τους στα Φάληρα για ουζάκια και πότε στα ξαδέρφια του παρέα για οικογενειακά γλεντακια
Εκείνη ,μια ψηλή ξανθιά νταρντάνα ,τον έπιανε σφιχτά απ’την μέση και ξεκίναγαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.
Οι γειτόνισες κοίταζαν γεμάτες ζήλια πίσω απ’τις γρίλιες των παραθύρων και σφύριζαν με κακία μέσα απ’τα δόντια τους .
Θελει και βέσπα η σπιτωμένη!
Δεν κοιτάει κει ‘χάμω ,που τόσα χρόνια δεν λέει να της βάλει το στεφάνι ο αχαίρευτος

Η μηχανή μούγκρισε δυνατά μέσα στην ήσυχη γειτονιά με τα χαμηλά προσφυγικά σπίτια.
Την καβάλησε γεμάτος περηφάνεια και πήγε να ξεκινήσει.
Με την άκρη του ματιού του έπιασε πίσω απ’τις γρίλιες του διπλανού σπιτιού
εκείνη την στριμμένη γεροντοκόρη να τον παρακολουθεί ,όπως κάθε μέρα.
Τωρα θα σου δείξω μωρή! ...σκέφτηκε.
Φουλάρησε το γκάζι ,έτοιμος να κάνει μια εντυπωσιακή εκκίνηση ,ικανή να κάνει την γειτόνισα να σκάσει από την ζηλια της .
Η « κουκλάρα» έκανε μια εντυπωσιακή σούζα ,σηκώθηκε μουγκρίζοντας στην πίσω ρόδα κι εκείνος επίδοξος καβαλλάρης τινάχτηκε ψηλά .
Γυρισε ξανα το γκάζι προσπαθώντας να την δαμάσει , μα η «κουκλάρα» μετά από δυό –τρεις σούζες σηκώθηκε οριστικά στην πίσω ρόδα ,πετώντας κάτω φαρδύ –πλατύ τον καβαλάρη της.
-Γαμω το χριστο σου !
-Πουτανα βεσπα!
-Πουτανα βεσπα !
-Γαμω την παναγια σου !
ουρλιαξε πετώντας φωτιές από τα ματια και τα αυτιά του ,όχι τόσο για την τούμπα που έφαγε ,όσο για το ρεζιλίκι που έπαθε , μιας και ήξερε πως πίσω απ’τις γρίλιες κάποιοι γελούσαν χαιρέκακα.
Η Ελένη στολισμένη, έτοιμη για την βόλτα ,βγήκε τρεχοντας από το σπίτι ,ακούγοντας τα μουγκρητα της βεσπας και της χριστοπαναγίες του άντρα της.

-Μη βριζει γκαμότο κριστο και παναγκία !!
-Ου να καθεί ποτάνα ζουρλο-Γκρέκο!
είπε ,
έσκυψε ,τον έπιασε τρυφερά απ’ το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί...