Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

Ηλιούπολη


Aρχές του 60.
Στους πρόποδες του Υμηττού ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια μικρά σπίτια. τσίγκινες στέγες και παράγκες.
Δρόμοι και πλατείες ανοίγονται ,μια νέα συνοικία δημιουργείται.
Ηλιούπολη θα την πούν ,γιατί από κει λέει κάθε πρωί σηκώνεται ο ήλιος για να λούσει την Αθήνα.
Τα φτωχά χωριατόπαιδα στήνουν εκεί τα λιγοστά όνειρά τους.
Απ'τις αυλές των σπιτιών τους αντικρύζουν την θάλασσα.
Κάποιοι μπορεί να την έβλεπαν και για πρώτη φορά.
Ολος ο Σαρωνικός απλώνεται στα πόδια τους κι άμα ο καιρός είναι καθαρός ξεχωρίζουν και τα νησιά.
Και πέτρα .Πέτρα πολύ.
Τόση που κάθε μέρα ακους να σκάνε εδω κι εκεί το ένα πίσω απ'τ'άλλο τα φουρνέλα.
Φουρνέλα για ν'ανοίξουν τα θεμέλια των νεόχτιστων σπιτιών.

Κι ανάμεσα απέραντα χωράφια.Γεμάτα σκίνα,βάτους κι αγκάθια

Χωράφια που απλώνονται από το βουνό μέχρι που φτάνει το μάτι σου.
Μια τεράστια κι ίσια λουρίδα μόνο τους χώριζε απ΄τη θάλασσα.
Μια λουρίδα που μετά έγινε λεωφόρος.
Βουλιαγμένης την είπαν ,γιατί μέχρι εκεί λέει θα'φτανε ο δρόμος.
Λίγο πιό κάτω κι άλλες τεράστιες ίσιες λουρίδες .Αυτές πολλές και στη σειρά.
Τεράστια σιδερένια πουλιά φαίνονται να βουτούν και να σηκώνονται ξαφνικά .
Είναι τ' αεροδρόμιο της πρωτεύουσας ,όπου αρχίζουν να πληθαίνουν τα δρομολόγια των αεροπλάνων , καθώς η Ελλάδα έχει ξεπεράσει πια τις πληγές της κατοχής και του εμφύλιου κι αρχίζει να φτιασιδώνεται για να βγεί λίγο παραέξω απ΄την πόρτα και τη γειτονιά της .

Τα βράδυα του καλοκαιριού οι γειτόνοι μαζεύονται στις αυλές .
Κουβεντιάζουν για τα προβλήματα της μέρας, για το χωριό που άφησαν πίσω ,φτιάχνουν μεζέ , πίνουν κρασί και ταξιδεύουν.
Ταξιδεύουν τα όνειρά τους πάνω στα μικρά κίτρινα φώτα των βαποριών που πλέουν αργά μέσα στη νύχτα,εκεί στο βάθος στη θάλασσα.
Κι άλλοτε σηκώνουν τα όνειρα τους ψηλα και πετούν μαζί με τα μικρά κόκκινα φώτα των σιδερένιων πουλιών ,εκεί στους ουρανούς .

Οι πολυάριθμες στάνες ,που μέχρι τότε απλώνονταν στις ρίζες και στα πόδια του βουνού αρχίζουν σιγά-σιγά να γκρεμίζονται μια-μια.

Οι τρομαγμένοι τσοπάνηδες ξεστήνουν τις στάνες τους και τραβιώνται ψηλότερα στο βουνό .

Μια δυό φορές την βδομάδα μόνο τολμούν και κατεβάζουν τα κοπάδια τους ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια και στ'απέραντα χωράφια.

Ανθρωποι,σπίτια ,λεωφόροι,πέτρες και βράχοι ,τσοπάνηδες και πρόβατα ένα πολύχρωμο κι άταχτο πλήθος σε μια πόλη μπερδεμένη που πετάει το υφαντό φουστάνι της για να βάλει το νέο το μπαμπακερό.


Κάποια παιδιά είχαν την τύχη να μεγαλώνουν εκεί .

Κάθε πρωί να βλέπουν τον ήλιο να σηκώνεται χρυσός πάνω απ'τη κορφή του Τρελλού και κάθε βράδυ να βουτάει κόκκινος στα νερά του Σαρωνικού.

Να παίζουν ελεύθερα στις αυλές και στους χωμάτινους δρόμους .

Να τρέχουν μέσα στα χωράφια χωρίς να νοιάζονται για τ'αγκάθια που τους έσκιζαν τα πόδια κι άμα τύχει και μάτωναν τα γόνατά τους σκονταύτοντας σε καμια μεγάλη πέτρα να φτύνουν την παλάμη τους , να καθαρίσουν την πληγή με το σάλιο και να τρέχουν ξανά, μην χάσουν καμιά στιγμή απ'το παιχνίδι.


Τα θυμήθηκε όλα αυτά κοιτάζοντας την ασπρόμαυρη φωτογραφία.

Αυτή που τους έβγαλε κάποιος άγνωστος πλανόδιος φωτογράφος κάποιο μεσημέρι του 60.

Εκείνη ... η μικρότερη,ανεβασμένη πάνω στο μικρό βραχάκι για να φαίνεται ψηλότερη και να φτάνει και τις άλλες .Τις ξαδέλφες.

Την Λένα- την "μεγάλη" ....

και την Γιώτα -τον "Αντρούτσο"!

Μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία , εκεί στα χωράφια ,ανάμεσα στα λιγοστά σπίτια ,στ' απέραντα χωράφια με τ'αγριάγκαθα,τους βράχους και τις πέτρες και ένα κοπάδι πρόβατα να βόσκει δίπλα αμέριμνο στην Ηλιούπολη των αρχών του 60.

Εκεί που λίγα χρόνια μετά στήθηκε η μεγάλη πλατεία και στη μέση της λίγο αργότερα η εκκλησία της Αγια Παρασκευής .


Κρέμασε τη ασπρόμαυρη φωτογραφία στο παράθυρό της κι άνοιξε τις κουρτίνες.

Για να την δείχνει σ'όσους περνούν.

Για να τους δείχνει πόσο τυχερή ήταν ,που μεγάλωσε εκεί .

Στην Ηλιούπολη ,αρχές του 60.