Τετάρτη, Ιουνίου 27, 2007

The Family Tree....


Ο Γιώργος ,πατέρας του παππού , γεννημένος το 1849 σ'ενα χωριό της Μεσσηνίας ,
κατάφερε ,ποιος ξέρει πως, όχι μόνο να μάθει γράμματα ,αλλά και να γίνει δάσκαλος ,σε μια Ελλάδα που έβγαινε απ'το σκοτάδι της τουρκοκρατίας προσπαθώντας να βρεί το νέο εαυτό της.
Οι ιστορίες λένε πως ο πατέρας του ήταν παπάς.
Ισως για αυτό κατάφερε και να μην μείνει αγράμματος.
Ο παππούς τον περιγράφει σαν έναν άνθρωπο γλυκό,ήρεμο κι ευγενικό.
Είναι εξαιρετικά μορφωμένος για την εποχή του και γνώστης της βυζαντινής μουσικής.
Πα Βου Γα Δι Κε Ζω Νη
Δεν ξέρω ακόμα να διαβάζω, μα ο παππούς μου μαθαίνει τις νότες ,όπως του τις δίδαξε ο πατέρας του..
Ξέρει κι από μουσικά όργανα
Αγαπημένο του το μαντολίνο.Οπως και για τον παππού, .που όμως δεν είχα την τυχη ποτε να τον ακούσω να παίζει.
Γύρω στα 30 ο Γιώργος βρίσκεται δάσκαλος στο σχολειό ενός άλλου χωριού λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα απ'το δικό του κι εκεί ριζώνει φτιάχνοντας το σπιτικό του.
Παντρεύεται την Μαρία και κάνει μαζί της 3 παιδιά. Τον Παναγιώτη,τον Μιχάλη και την Ευγενία.Δεν ζουν μαζί πολύ.Η φυματίωση που θερίζει εκείνη την εποχή χτυπάει την Μαρία και τον αφήνει μόνο με τα τρία μικρά.
Μα είναι νέος κι είναι μορφωμένος.
Είναι ο δάσκαλος του χωριού και δεν είναι δύσκολο γρήγορα μια άλλη γυναίκα να γίνει η νέα μάννα για τα παιδιά του..
Παντρεύεται την Αννα κι αποκτάει μαζί της άλλα 2 παιδιά
Τον Χαράλαμπο και τον Φίλιππο.
Τα παιδιά γίνονται τωρα 5 και τα πράγματα δυσκολεύουν.
Εκτός από δάσκαλος γίνεται κι αγρότης.
Λίγα χτηματάκια με σταφίδα και ελιές συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα.
Εχει τόσα στόματα να θρέψει..
Τα αγόρια μεγαλώνουν ,το κορίτσι θέλει προίκα για να παντρευτεί,το εισόδημα το παίρνουν οι εμπόροι κι οι τοκογλύφοι δανειστές και το χωριό αρχίζει ν'αδειάζει καθώς οι νέοι παίρνουν ένας -ενας το δρόμο για τη " Γή της Επαγγελίας " αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Εχει μπεί ο νέος αιώνας ,τα καράβια φεύγουν φορτωμένα μετανάστες για την Αμερική κι ο πρώτος γιός φεύγει μαζί τους.


Eίναι 28-9-1902
Με το πλοίο "GRAF WALDERSEE" φτάνει στο Ellis Island ο Παναγιώτης .
Είναι 21 χρονών και δηλώνει αγρότης.
Εχει ύψος 1,70, μαλλιά και μάτια καστανά ξέρει γραφή κι ανάγνωση και φτάνει εκεί καλεσμένος από έναν παιδικό του φίλο που έφυγε νωρίτερα κι έχει ήδη σπίτι και δουλειά στην Νέα Υόρκη.
Φυσική κατάσταση "good" γράφουν οι Αμερικάνοι και τον αφήνουν να περάσει.
Αλλο ένα γεροφτιαγμένο γρανάζι μπαίνει στην αλυσίδα να γυρίσει ο τροχός του αμερικάνικου καπιταλισμού ,που αναπτύσσεται τώρα ραγδαία μετά την λήξη του εμφύλιου .

Πέρασαν κάμποσα χρόνια .Φαίνεται πως ο Παναγιώτης κάτι κατάφερε.
Εγινε τωρα Ρeter και κατορθώνει να στείλει στον πατέρα του τα χρήματα για το εισιτήριο.



Ο πατέρας Γιώργος φτάνει στο λιμάνι της Νέας Υόρκης με το πλοίο « Θεμιστοκλής»
Είναι πια 62 χρόνων .Καταγράφεται ως « professor» Εχει ύψος 1,70, μαλλιά και μάτια καστανά και δηλώνει πως θα μείνει στον γιό του Piter ….poulos στην διεύθυνση 265 1st ave στο Milwaukee του Winsconsin...
"Good" γράφουν οι Αμερικάνοι κι αφήνουν κι αυτόν να περάσει..
Η αλυσίδα αρχίζει να μεγαλώνει.


Είναι 12 Δεκέμβρη του 1911
Το να ξέρει γράμματα ένας εμιγκρές εκείνη την εποχή ήταν σημαντικό εφόδιο για να βρει μια καλή δουλειά ,να μην δουλεύει για ένα κομμάτι ψωμί και λίγες ελιές στην κατασκευή των σιδηροδρόμων ,που απλώνονταν ραγδαία στην αχανή χώρα και να κοιμάται στα βαγόνια ,όπως γινόταν τότε με τους περισσότερους ..
Ετσι πατέρας και γιός φαίνεται πως κατάφεραν να βρουν μια καλή δουλειά ,τέτοια που γρήγορα να τους κάνει ν’αποφασίσουν να μείνουν μόνιμα πια εκεί .
Τρία χρόνια σταθηκαν αρκετα ώστε να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα για να πάρουν κοντά τους τρία από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.


Αρχές του 1914
Η μητέρα Αννα ,ο Μιχάλης και ο Φίλιππoς φτάνουν στην Πάτρα κι επιβιβάζονται στο πλοίο "Pannonia"
Στην Ελλάδα θα έμενε η Ευγενία ,που είχε κάνει ήδη την δικιά της οικογένεια και ο Χαράλαμπος που ήταν στρατιώτης. Αυτός θα ερχόταν αργότερα ,όταν τελείωνε πια με τον στρατό του



24-4-1914
Το "Pannonia" δένει στο Ellis island και το όνειρο ξεκινά για τα δυό αγόρια και την μητέρα .
Η Αnio ,όπως καταγράφεται στα βιβλία είναι πια 42 χρόνων ,έχει ύψος 1,60, δέρμα σκούρο, μάτια και μαλλιά καστανά και δηλώνει πως εκεί την περιμένει ο her husband
Είναι αγράμματη κι έχει μαζί της 25 δολλάρια.


O Mιχάλης είναι 26 χρόνων ξέρει να γράφει και να διαβάζει και δηλώνει υπάλληλος.
Εχει ύψος 1.70 δέρμα σκούρο , μαλλιά και μάτια καστανά δεν είναι πολύγαμος, δεν είναι αναρχικός κι έχει στην τσέπη του 50 δολλάρια.



Ο Φίλιππος είναι μόλις 18 και δηλώνει εγγράμματος υποδηματοποιός.
Επάγγελμα που όπως λένε οι ιστορίες του παππού συνέχισε να εξασκεί κι εκεί μέχρι που κατάφερε μετά από χρόνια ν’αποκτήσει δικό του εργοστάσιο παπουτσιών.
Υψος,δέρμα μάτια και μαλλιά ίδια με των άλλων .
(όλους τους έλληνες ίδιους φαίνεται τους έβλεπαν οι αμερικάνοι!).
Φτάνει στην γή της επαγγελίας με 25 δολλάρια.

Ολοι τους δηλώνουν σαν διεύθυνση στην νέα τους χώρα 265 First ave Milwaukee
και χαρη στις δυνατότητες της τεχνολογίας βρίσκω σήμερα που ρίζωσαν τα σπασμένα κλαριά της οικογένειας.



“GOOD “ γράφει τώρα η σφραγίδα κι η Αnio , ο Michael και ο Filipas γίνονται ακόμα τρεις κρίκοι στην τεράστια αλυσίδα των εμιγκρέδων ....

Κι έμεινε ο Χαράλαμπος ,ο τελευταίος.
Το στρατιωτικό τελείωσε,τα λεφτά για το εισιτήριο ήρθαν από την Αμερική.
Τ'όνειρο σε λίγο θα γινόταν πραγματικότητα. Ο πράκτορας έτοιμος να του κλείσει ημερομηνία με το 'Πατρίς' .Σε λίγο θα βρισκόταν κι αυτός στη "γή της επαγγελίας ",ξανά κοντα στην οικογένειά του ,έτοιμος να κάνει κι αυτός μια νέα αρχή .
Μα τότε μπήκε το μεγάλο δίλημμα.
Το κορίτσι μιας θειάς του του αργοπέθαινε χτυπημένο απ'τη φυματίωση.
Οι γιατροί και τα φάρμακα ακριβά.Για σανατόριο ούτε κουβέντα.
Τα λεφτά όμως του εισιτηρίου ήταν αρκετά κι έφταναν για το σανατόριο και τους γιατρούς .
Δεν το σκέφτηκε πολύ.
Εστειλε ενα γράμμα στον πατερα του ,τάχα πως άλλαξε γνώμη .
Του γραψε πως δεν θέλει πια να φύγει και πως με τα λεφτα που του στειλαν θ'αγόραζε ένα χτήμα ,που πουλιόταν σ’ ευκαιρία.
Η απάντηση του πατέρα και των αδελφών του ήρθε λίγο αργότερα θυμωμένη κι αυστηρή .
Μα τον παππού δεν τον ένοιαξε.
Του έφτανε που δεν άκουγε πια τις νύχτες την μικρή να πνίγεται απ'το βήχα κι έβλεπε το χρώμα να γυρίζει ξανά στα μάγουλα της .

Ετσι ο παππούς ρίζωσε πια εδώ.
Δεν είχε την τύχη να ξαναδεί ποτέ τον πατέρα, την μάννα και τ’αδέλφια του.
Μα είχα εγώ την τύχη να μεγαλώσω δίπλα σ’αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο...